-
1 отстой
το κατακάθι, το ίζημαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отстой
-
2 шпунт
1. тех. η αυλακιά 2. (пробка, которой закрывают неперебродившее вино) το (ειδικό ξύλινο) πώμα του οίνου 3. (инс-трумент скульптора) το κοπίδιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шпунт
-
3 невоздержанный
невоздержанн||ыйприл ἀκρατης, μή ἐγκρατής / φαγᾶς (в пище):\невоздержанныйый в вине πότης, ἀκρατής οίνου· \невоздержанныйый на язык ἀθυρόστομος, ἀκρατής γλώσσης· \невоздержанныйая жизнь Εκλυτη ζωή, ζωή γεμάτη καταχρήσεις. -
4 сидровый
επ.του μηλίτη οίνου.
См. также в других словарях:
Οἴνου δὲ μηκέτ’ ὄντος, οὐκ ἔστι Κύπρις. — οἴνου δὲ μηκέτ’ ὄντος, οὐκ ἔστι Κύπρις. См. Где голодно, тут и холодно … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
οἴνου — οἶνον neut gen sg οἴ̱νου , οἶνος the ace masc gen sg οἰνόω intoxicate pres imperat act 2nd sg οἰνόω intoxicate imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο Οίνου (Σαντορίνης) — Ανάμεσα στα πολλά αξιοθέατα γεωλογικά, αρχαιολογικά και ιστορικά που προσφέρει η Σαντορίνη στους χιλιάδες επισκέπτες της περιλαμβάνεται και ένα Μουσείο Οίνου που εδώ και μερικά χρόνια λειτουργεί στο Βύθωνα. Στεγάζεται στον υπόγειο χώρο κάναβα του … Dictionary of Greek
οἰνούττῃ — οἰνού̱ττῃ , οἰνοῦττα cake fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
виньныи — ВИНЬНЫИ1 (37) пр. 1.Являющийся причиной чего л.: Манихеи... си равномощьноу и противноу двоицю именоующе хоулѩть бж(с)тво. ѡво оу||бо свѣтоу. ѡво же тьмѣ винноу. (παραίτιον) КР 1284, 383б в; бл҃гъ б҃ъ истиньно бо изгл҃ано и виненъ ѥсть бл҃гмъ,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
οινηρός — οἰνηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οίνο («οἰνηρὸς θεράπων» ο υπηρέτης τού οίνου, ο κεραστής οίνου, Ανακρ.) 2. οινώδης («οἰνηρὰ ὑγρότης», Αριστοτ.) 3. (για επίδεσμο) εμβαπτισμένος σε οίνο, μουσκεμένος με κρασί 4. (για… … Dictionary of Greek
PARIES — an ex par, quia semper duo pares: an ex paro, i. e. struo? Aeliô Gallô finitore, sive murus, sive maceria est, l. 157. ff. de verb. signif. Leoni Bapt. Alber. l. 1. omnis structura sic dicitur, quae a solo in altum surrexit ad ferendum onus… … Hofmann J. Lexicon universale
αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… … Dictionary of Greek
μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… … Dictionary of Greek
οινοθήρας — οἰνοθήρας ὁ (Α) (πιθ. γρφ.) φυτό τού οποίου η ρίζα είχε οσμή οίνου ή χρησίμευε για αρωματισμό τού οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + θήρας (< θήρα), πρβλ. χρυσο θήρας] … Dictionary of Greek