-
1 который
котор||ыймест.1. вопр. ποιος, ποίος, ὀποιος, πόσος:\который час? τί ὠρα εἶναι;· \который из двух? ποιος ἀπ' τους δυό· \который тебе год? πόσων χρονών είσαι;·2. относ. πού, ὁποίος, ὀστις:человек, \который приходил вчера ὁ ἄνθρωπος, πού ήρθε χθες· город, в \которыйом прошло мое детство ἡ πόλη στήν ὁποία πέρασα τήν παιδικήν μου ήλικίαν человек, фамилии \которыйого я не помню ὁ ἄνθρωπος τό ἐπίθετο τοῦ ὁποίου δέν τό θυμάμαι· \который ни см. какой ни· \который -нибудь см какой-нибудь 1. -
2 Age
subs.Period of time: P. and V. αἰών, ὁ.Time of life: Ar. and P. ἡλικία, ἡ, V. αἰών, ὁ.Generation: Ar. and P. γενεά, ἡ, V. γονή, ἡ, γέννα, ἡ ; see Generation.Advanced in age: P. προβεβληκὼς τῇ ἡλικίᾳ, πόρρω τῆς ἡλικίας; see under Advanced (Advanced in years).One of the same age ( contemporary), subs.: Ar. and P. ἡλικιώτης, ὁ, P. and V. ἧλιξ, ὁ or ἡ, V. ὁμῆλιξ, ὁ or ἡ, συνῆλιξ, ὁ or ἡ ; see Contemporary.Of marriageable age, adj.: P. and V. ὡραῖος.He died at the age of sixty-seven: P. ἔτη γεγονὼς ἕπτα καὶ ἐξήκοντα ἀπέθανε.Be seven years of age: P. ἑπτὰ ἐτῶν εἶναι.Being about fifty years of age: P. γεγονὼς ἔτη περὶ πεντήκοντα (Dem. 564).Those of the same age: P. οἱ κατὰ τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ὄντες (Dem. 477).——————v. intrans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Age
-
3 Contemporary
subs.One's contemporaries: P. οἱ κατὰ τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ὄντες (Dem. 477).Contemporary with, at same time as: use P. and V. ἅμα (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Contemporary
См. также в других словарях:
ἡλικίαν — ἡλικίᾱν , ἡλικία time of life fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό … Dictionary of Greek
απρόθετος — η, ο 1. γραμμ. ο χωρίς πρόθεση ή πρόθεμα 2. φρ. α) «απρόθετα ρήματα» αυτά που δεν είναι σύνθετα με πρόθεση (π.χ. δέχομαι έναντι των αποδέχομαι, εκδέχομαι, παραδέχομαι) β) «απρόθετα ουσιαστικά» αυτά που δεν έχουν πρόθεμα (π.χ. χταπόδι, βδέλλα αντί … Dictionary of Greek
Clítor — Κλείτωρ Clítor Ciudad de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos Idioma g … Wikipedia Español
ARGAS — Demosthenes ob morum feritatem, ac naturam immitem sic dictus. Hesychius, Καὶ Δημοςθένης ὑπὸ Α᾿ιχίνου Α᾿ργὰς ὀνομάζεταὶ. Οἱ δὲ ὄνομα Τυράννου. Vide Suidam. Item Argas, qui praeter annorum rationem sapit. Suidas, Ο῾ δεινότατος παῤ ἡλικίαν, ἀργὰς… … Hofmann J. Lexicon universale
PRESBYTER — I. PRESBYTER Hebr. Zeken, i. e. Senior, nomen titulusque eminentioribus olim, adeoque Praefectis Iuridicis Israelitarum, iam per intervallum Legis dationem in Sinai antevertens, tribui solitus et quidem his inprimis, uti vidimus supra, voce Iudex … Hofmann J. Lexicon universale
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek
αιδέσιμος — Ο σεβάσμιος, ο έντιμος, ο σεμνός. 0 Παυσανίας (Λακων. 5,6) αποκαλεί το ιερό της Αθηνάς Αλέας στην Τεγέα Πελοποννησέοις πάσιν αιδέσιμον. Το επίθετο α. χρησιμοποιείται επίσης και για ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας ή κατόχους υψηλού αξιώματος «ήγετο … Dictionary of Greek
διεξάγω — (AM διεξάγω) [εξάγω] διενεργώ, φέρω εις πέρας μια υπόθεση μσν. φρ. «διεξάγω τὴν τοῡ παιδὸς ἡλικίαν» περνώ την παιδική ηλικία αρχ. 1. οδηγώ προς τα έξω περνώντας μέσα από κάτι ή από κάπου 2. κατευθύνομαι 3. εξετάζω, ερευνώ για εκδίκηση 4. διευθετώ … Dictionary of Greek
εντελής — ές (AM ἐντελής, ές) 1. τέλειος, πλήρης («τὸν μισθὸν ἀποδώσω ντελῆ», Αριστοφ.) 2. (για ενέργειες και καταστάσεις) αυτός που γίνεται στον μέγιστο βαθμό, απόλυτος μσν. φρ. «ἐντελὴς εἴς τι» εντελώς καταρτισμένος αρχ. 1. (για άνθρ.) ο τέλεια… … Dictionary of Greek
επιπολιούμαι — ἐπιπολιοῦμαι, όομαι (Α) [επιπόλιος] αρχίζω να γίνομαι πολιός, να ασπρίζω («διά τήν ήλικίαν ἐπιπολιοῦνται αἱ τρίχες», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek