Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

ἡ+ὑμετέρα+ς

  • 1 Forfeit

    subs.
    Fine: P. and V. ζημία, ἡ.
    ——————
    v. trans.
    Ar. and P. ποβάλλειν. P. and V. πολλναι.
    By grudging you the recovery of what is your own they have forfeited their own liberty: P. τοῦ κομίσασθαι τὰ ὑμέτερα ὑμῖν φθονήσαντες, τὴν ἑαυτῶν ἐλευθερίαν ἀπολωλέκασι (Dem. 194).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Forfeit

См. также в других словарях:

  • ὑμετέρα — ὑ̱μετέρᾱ , ὑμέτερος your fem nom/voc/acc dual ὑ̱μετέρᾱ , ὑμέτερος your fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμετέρᾳ — ὑ̱μετέρᾱͅ , ὑμέτερος your fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑμέτερα — ὑ̱μέτερα , ὑμέτερος your neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • блаженьство — БЛАЖЕНЬСТВ|О (57), А с. Блаженство, высшее счастье: ми же... хотѩше бл҃жньства. и радости народа июдѣиска причастити. (τῆς μακαριότητος) ПНЧ XIV, 122б; кое. бл҃го пребывавшему в пощении. кое бл҃жньство въ страдании покорѩвшемсѩ. до послѣднего… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • богочьстиѥ — БОГОЧЬСТИ|Ѥ (35), ˫А с. Богопочитание, богобоязненность, благочестие: Аще къто отъ женъ мьнимааго ради богочьсти˫а остризаѥть главоу... да боудеть проклѩта. (διὰ ϑεοσέβειαν) КЕ XII, 88б; и всего ˫азыка б҃гочьстию повиньноую бывъшю. КР 1284, 377г; …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εκλαμπρότητα — η (Μ ἐκλαμπρότης) 1. η ιδιότητα τού έκλαμπρου 2. τιμητική προσφώνηση («η Εκλαμπρότης Σας», «η Υμετέρα Εκλαμπρότης») …   Dictionary of Greek

  • ενδοξότητα — η (AM ἐνδοξότης) η ιδιότητα τού ένδοξου μσν. (ως τιμητικός τίτλος) «ἡ ὑμετέρα ἐνδοξότης» …   Dictionary of Greek

  • εντιμότητα — η (Α ἐντιμότης) νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού έντιμου, τιμιότητα, ευσυνειδησία 2. ως τιμητική προσφώνηση («η Υμετέρα Εντιμότης», «η Εντιμότητά Σας») αρχ. η υπόληψη, η αναγνώριση τής αξίας …   Dictionary of Greek

  • ευσέβεια — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η μάρτυρας. Μαρτύρησε με τη Σωσάννα. Η μνήμη της τιμάται στις 7 Ιουνίου. 2. Η αποκαλούμενη και Ξένη. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Ιανουαρίου. * * * η (ΑΜ εὐσέβεια, Α και εὐσεβία και εὐσεβίη)… …   Dictionary of Greek

  • παίδευση — η (ΑΜ παίδευσις) [παιδεύω] 1. εκπαίδευση, αγωγή, παιδεία («Έλληνας καλεῑσθαι τοῡς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας μετέχοντας», Ισοκρ.) 2. το αποτέλεσμα τής εκπαίδευσης, οι γνώσεις, η μόρφωση («οὐ ζηλῶ σε τῆς παιδεύσεως», Αριστοφ.) μσν. φρ. «ἡ σὴ… …   Dictionary of Greek

  • παναγιστία — και παναγιστεία, ἡ (ΑΜ) (κατά τον Ησύχ.) «παντελής ἁγιότης» μσν. τιμητικό επίθετο τού πατριάρχη, παναγιότητα («τῇ ὑμετέρᾳ παναγιστίᾳ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἁγιστεία «αγιοσύνη» (< ἁγιστεύω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»