Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἡ+ἀρίστη

  • 1 поведение

    1. тех. η συμπεριφορά
    - при эксплуатации - κατά την εκμετάλλευση/λειτουργία
    2. (напр. вшколе) η διαγωγή

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поведение

  • 2 сорт

    сорт
    м τό είδος, ἡ λογή/ ἡ ποιότη-τα [-ης] (качество):
    одного́ \сорта τής ἰδιας ποιότητας· бумага двух \сорто́в χαρτί δύο είδῶν, δυό λογιών χαρτί· ткани разных \сорто́в λογής-λογής ὑφάσματα· высший \сорт ἡ ἀνωτέρα (или ἀρίστη) ποιότης· такого \сорта люди разг οἱ τέτοιου είδους ἀνθρωποι.

    Русско-новогреческий словарь > сорт

  • 3 make a hit with

    (to make oneself liked or approved of by: That young man has made a hit with your daughter.) αρέσω πολύ,κάνω άριστη εντύπωση

    English-Greek dictionary > make a hit with

  • 4 видение

    ουδ.
    όραση•

    отличное видение άριστη όραση.

    ουδ.
    1. όραμα, φάσμα, φάντασμα.
    2. οπτασία, όνειρο.

    Большой русско-греческий словарь > видение

  • 5 круглый

    επ., βρ: кругл, кругла, кругло;
    1. στρογγυλός•

    круглый стол στρογγυλό τραπέζι•

    -ая шляпа στρογγυλό καπέλο.

    || πλήρης, γεμάτος• χοντρός•

    круглый мужчина γεμάτος άντρας•

    -ое лицо στρόγγυλο πρόσωπο.

    2. ολόκληρος, όλος•

    круглый год ολόκληρος χρόνος (ολοχρονίς)•

    круглый день ολόκληρη μέρα (ολημερίς)•

    -ые сутки ολόκληρο εικοσιτετράωρο.

    3. πλήρης• μεγάλης ολκής•

    -дурак πέρα για πέρα βλάκας•

    -ое, невежество πλήρης αμάθεια (αγραμματοσύνη).

    εκφρ.
    отличный
    -ая отличница – άριστος μαθητής, άριστη μαθήτρια• -
    -ая сироте ορφανός από πατέρα και μάνα•
    -ая сумма; -ое состояние – μεγάλο (σεβαστό) ποσό•
    круглый счёт; -ые цифры – στρόγγυλος λογαριασμός, στρόγγυλοι αριθμοί (χωρίς δεκαδικούς)•
    за -ым столом – στο στρογγυλό τραπέζι (με ίσα δικαιώματα)•
    делать -ые глаза – γουρλώνω τα μάτια(παραξενεύομαι, θαυμάζω)•
    учиться на -ые пятёрки – μαθαίνω άριστα (όλο πεντάρια).

    Большой русско-греческий словарь > круглый

  • 6 пятёрочник

    α.
    -ца, -ы θ.
    άριστος μαθητής, άριστη μαθήτρια.

    Большой русско-греческий словарь > пятёрочник

  • 7 сдать

    ρ.σ.μ.
    1. παραδίνω•

    сдать вещи на хранение παραδίνω τα πράγματα για διαφύλαξη•

    сдать станок в отличном состоянии παραδίνω την εργατομηχανή σε άριστη κατάσταση•

    сдать дежурство παραδίνω την υπηρεσία. сдать позицию παραδίνωτη θέση•

    сдать оружие παραδίνω το όπλο•

    сдать город παραδίνω την πόλη.

    || δίνω•

    сдать кровь на анализ δίνω αίμα για εξέταση•

    сдать экзамены δίνω εξετάσεις•

    сдать землю в аренту νοικιάζω τη γη.

    2. επιστρέφω, γυρίζω•

    сдать книги в библиотеку δίνω πίσω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    сдать сдачу δίνω τα ρέστα.

    3. μοιράζω, διανέμω (παιγνιόχαρτα).
    4. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω (ένταση, ρυθμό κ.τ.τ.)•.
    5. αδυνατίζω, ενδίδω, εξασθενίζω• γεράζω. || (για μηχανές) χαλώ, παθαίνω βλάβη.
    1. παραδίνομαι•

    крепость -лась το φρούριο (οχυρό) παραδόθηκε•

    армия -лась ο στρατός παραδόθηκε•

    сдать в плен παραδίνομαι αιχμάλωτος.

    2. ενδίδω, υποχωρώ (σε παρακλήσεις κ.τ.τ.),

    Большой русско-греческий словарь > сдать

  • 8 Deny

    v. trans. or absol.
    P. and V. ἀρνεῖσθαι, παρνεῖσθαι, ἐξαρνεῖσθαι, V. καταρνεῖσθαι, παρνος καθίστασθαι (gen.), Ar. and P. ἔξαρνος εἶναι (acc. or absol.).
    Say no: P. and V. οὐ φναι, οὐ φάσκειν, ποφναι.
    Deny on oath: P. and V. πομνναι, ἐξομνναι (or mid.).
    Disown: P. and V. πειπεῖν, παξιοῦν (Eur., El. 256), ναίνεσθαι (Dem. but rare P.), V. πεύχεσθαι (Æsch., Eum. 608).
    Grudge, refuse: P. and V. φθονεῖν (gen., V. also acc.).
    Surely the fairest of women. Who will deny it? V. πῶς δʼ οὐκ ἀρίστη; τίς δʼ ἐναντιώσεται (Eur., Alc. 152).
    None of those things are denied by me: V. ἐμοὶ δὲ τούτων οὐδέν ἐστʼ ἀρνήσιμον (Soph., Phil. 74).
    Lo, I stretch forth ( my hand), and nothing shall be denied (i. e., refused): V. ἰδοὺ προτείνω, κουδὲν ἀντειρήσεται (Soph., Trach. 1184).
    The ship shall take you and shall net be denied (i. e., refused): V. ἡ ναῦς γὰρ ἄξει κοὐκ ἀπαρνηθήσεται (Soph., Phil. 527).
    Inclined to deny: use adj., Ar. ἐξαρνητικός.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Deny

См. также в других словарях:

  • Ἀρίστη — Ἀρίστευς masc nom/voc/acc dual Ἀρίστευς masc acc sg Ἀρίστη fem nom/voc sg (attic epic ionic) Ἀρίστης masc voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρίστῃ — Ἀρίστηι , Ἀρίστευς masc dat sg (epic ionic) Ἀρίστη fem dat sg (attic epic ionic) Ἀρίστης masc dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αρίστη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 176 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κεντρικού Ζαγορίου …   Dictionary of Greek

  • ἀρίστη — ἄριστος best fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱ρίστη , ἀριστάω take the imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀ̱ρίστη , ἀριστάω take the pres imperat act 2nd sg (doric) ἀ̱ρίστη , ἀριστάω take the imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίστῃ — ἄριστος best fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τὸ νικᾶν αὐτὸν ἑαυτὸν πασῶν νικῶν πρώτη καὶ ἀρίστη. — См. Самообладание превыше всякого владычества …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀριστᾶν — Ἀρίστη fem gen pl (doric aeolic) Ἀρίστης masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστῶν — Ἀρίστη fem gen pl Ἀρίστης masc gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρίσταις — Ἀρίστη fem dat pl Ἀρίστης masc dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρίστηι — ἀρίστῃ , ἄριστος best fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρίστην — Ἀρίστη fem acc sg (attic epic ionic) Ἀρίστης masc acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»