Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἡ+τῶν+ὅλων+τ

  • 1 всевозможный

    επ.
    παντοειδής, πολυποίκιλος, Ολων των ειδών, κάθε λογής, είδους, παντοδαπός•

    всевозможный товар παντοειδές εμπόρευμα•

    -ые цветы όλων των ειδών λουλούδια.

    Большой русско-греческий словарь > всевозможный

  • 2 всеволновый

    επ.
    όλων των κυμάτων•

    всеволновый радиоприемник ραδιοδέκτης όλων των κυμάτων.

    Большой русско-греческий словарь > всеволновый

  • 3 масть

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. χρώμα τριχώματος ζώων (κυρίως για άλογα)•

    лошадь вороной -и το μαύρο άλογο•

    серая масть γκρίζο χρώμα.

    2. (χαρτπ.) το χρώμα•

    червонная масть το χρώμα της κούπας.

    εκφρ.
    в масть; к -и; под масть – (απλ.) ταιριάζει, πηγαίνει•
    не под масть – δεν ταιριάζει, δεν πηγαίνει•
    одной -и; под одну масть – (απλ.) ένα και το ίόιο ή αυτό, το ίδιο πράγμα, ομοειδή πράγματα•
    всех -и – όλων των ειδών ή αποχρώσεων•
    оппортунизм всех -ей – οππορτουνισμός όλων των αποχρώσεων•
    к -и быть ή приходится – ταιριάζει, πηγαίνει.

    Большой русско-греческий словарь > масть

  • 4 общеклассовый

    επ.
    όλων των τάξεων, παντα-ξικός•

    -ые интересы συμφέροντα όλων των τάξεων.

    Большой русско-греческий словарь > общеклассовый

  • 5 достояние

    ουδ. (κυρλξ. κ. μτφ.) κτήμα, κτήση, ιδιοκτησία, περιουσία, βιός•

    всенародное достояние κτήμα όλου του λαού•

    вот всё моё να αυτή είναι όλη μου η περιουσία•

    промотать своё достояние κατασπαταλώ την περιουσία μου•

    неимущих κτήμα των φτωχών•

    опыт передовиков достояние - всех рабочих η πείρα των πρωτοπόρων είναι κτήμα όλων των εργατών.

    Большой русско-греческий словарь > достояние

  • 6 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 7 пересмешить

    ρ.σ.μ. προκαλώ το γέλιο (όλων, πολλών)•

    пересмешить всех зрителей προξενώ το γέλιο όλων των θεατών.

    Большой русско-греческий словарь > пересмешить

  • 8 пролетарий

    пролета́р||ий
    м ὁ προλετάριος:
    Пролетарии всех стран, соединяйтесь! Προλετάριοι ὅλων τῶν χωρών ἐνωθείτε!.

    Русско-новогреческий словарь > пролетарий

  • 9 бригада

    θ.
    1. (στρατ.) ταξιαρχία•

    танковая бригада ταξιαρχία αρμάτων μάχης.

    2. κολλεχτίβα, ομάδα εργασίας, μπριγάδα•

    комплексная бригада πλήρης μπριγάδα (όλων των απαιτουμένων ειδικοτήτων)•

    тракторная бригада μπριγάδα τραχτεροδηγών•

    полеводческая бригада αγροτική μπριγάδα.

    Большой русско-греческий словарь > бригада

  • 10 главнокомандующий

    -его α.
    αρχιστράτηγος ενός μετώπου•

    верховный главнокомандующий αρχιστράτηγος όλων των στρ. δυνάμεων στον καιρό του πολέμου.

    Большой русско-греческий словарь > главнокомандующий

  • 11 гражданский

    επ.
    1. πολιτικός• αστικός•

    -ие законы πολτική δικονομία•

    -ое право αστικό δίκαιο•

    гражданский кодекс αστικός κώδικας•

    гражданский долг το χρέος του πολίτη•

    акты -го состояния ληξιαρχικές πράξεις ληξιαρχείο•

    -ие власти οι πολιτικές αρχές•

    гражданский иск πολιτική αγωγή.

    2. ιδιωτικός (μη στρατιωτικός)•

    -ая служба πολιτική υπηρεσία•

    гражданский воздушный флот πολιτική αεροπορία•

    -ое платье πολιτική ενδυμασία.

    3. πολιτικός (μη θρησκευτικός)•

    гражданский брак πολιτικός γάμος.

    εκφρ.
    - ая смерть – πολιτικός θάνατος (στέρηση όλων των πολιτικών δικαιωμάτων).

    Большой русско-греческий словарь > гражданский

  • 12 звание

    ουδ.
    1. τίτλος•

    звание героя Советского Союза τίτλος του ήρωα της Σοβιετικης Ενωσης•

    ученное звание επιστημονικός τίτλος•

    почтное звание τιμητικός τίτλος•

    графское звание ο τίτλος του κόμη•

    княжеское звание ο τίτλος του πρίγκιπα.

    || βαθμός, αξίωμα•

    воинское звание στρατίωτικός βαθμός ή υπηρεσιακή θέση.

    2. παλ. όνομα, ονομασία.
    3. κοινωνικό στρώμα, κοινωνική κατάσταση•

    мещанское звание μικροαστικό στρώμα•

    духовное звание κλήρος, ιερατείο•

    низкое звание κατώτερο κοινωνικό στρώμα•

    люди всякого -я άνθρωποι όλων των σίρωμάτων.

    εκφρ.
    одно осталось – (απλ.) μόνο το όνομα απόμεινε (χάθηκε η αίγλη κ.τ.τ.)• и -я нет ούτε το όνομα δεν έμεινε (εξαφανίστηκε εντελώς).

    Большой русско-греческий словарь > звание

  • 13 ивановский

    επ.
    1. во всю -ую α) με όλη τη δύναμη (από τη δυνατή κωδωνοκρουσία όλων των καμπάνων του κωδονοστασίου του Ιβάν του Μεγάλου).
    2. (διαλκ.) κωλοφωτιά, πυγολαμπίδα (από το ότι εμφανίζεται τον Ιούνη, που γιορτάζεται ο Ιωάννης ο Βαπτιστής).

    Большой русско-греческий словарь > ивановский

  • 14 комплексный

    επ.
    σύνθετος, πολύπλοκος, συνδυασμένος• συναπαρτισμένος.
    εκφρ.
    - ая бри-гида – μπριγάδα όλων των ειδικοτήτων (οικοδομικών έργων κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > комплексный

  • 15 мобилизация

    θ.
    κινητοποίηση• επιστράτευση•

    всеобщая мобилизация γενική επιστράτευση•

    частичная мобилизация μερική επιστράτευση•

    мобилизация всех сил κινητοποίηση όλων των δυνάμεων•

    мобилизация армии κινητοποίηση του στρατού•

    мобилизация промышленности μετατροπή της βιομηχανίας για πολεμικούς σκοπούς.

    Большой русско-греческий словарь > мобилизация

  • 16 обчинить

    -иню, -йнишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обчиненный, βρ: -нен, -а, -о ρ.σ.μ. (ε-πι)διορθώνω• μπαλώνω•

    обчинить всех детей μπαλώνω τα ρούχα όλων των παιδιών.

    Большой русско-греческий словарь > обчинить

  • 17 общереспубликанский

    επ.
    όλων γενικά των δημοκρατιών, πανδημοκρατιακός.

    Большой русско-греческий словарь > общереспубликанский

  • 18 полногласие

    ουδ.
    ύπαρξη όλων των φωνήεντων στη λέξη• συγκρίνετε: город полногласие град, молодой полногласие младой κλπ.

    Большой русско-греческий словарь > полногласие

  • 19 сажать

    ρ.δ.μ.
    1. καθίζω, βάζω να καθίσει, τοποθετώ, βάζω σε θέση• βολεύω;
    προσγειώνω (αεροπλάνο).
    2. διορίζω σε θέση.
    4. βάζω, κλείνω•

    сажать в тюръщ βάζω στη φυλακή•

    сажать в гауптвахту ή в арестантскую βάζω στο κρατητήριο•

    сажать под арест βάζω υπο κράτηση•

    сажать на цепь βάζω στα δεσμά, αλυσοδένω•

    сажать в клетку βάζω στο κλουβί.

    || βάζω (υπό καθεστώς)•

    на диету βάζω σε δίαιτα.

    5. φυτεύω•

    картофель φυτεύω πατάτα•

    сажать табак φυτεύω καπνό.

    6. βάζω•

    сажать кирпичи в печь βάζω τούβλα στο φούρνο•

    сажать снопы в овин βάζω τα δεμάτια στο στεγνωτήριο.

    7. επιφέρω, προξενώ•

    сажать пятна βάζω λεκέδες•

    сажать синяки μωλωπίζω, μελανιάζω.

    || ράβω•

    сажать пуговицы на пиджак βάζω κουμπιά στο σακκάκι.

    8. επιθέτω, εξαρτώ•

    сажать наживку на крючок βάζω δόλωμα στο αγκίστρι.

    || μπήγω• καρφώνω.
    9. βρίσκω το στόχο, σκοπεύω εύστοχα.
    10. απορρίπτω (στις εξετάσεις).
    εκφρ.
    сажать на яйца – βάζω κλώσσα•
    сажать на царство – βάζω (κάνω)• βασιλιά.
    κάθομαι• μπαίνω• τοποθετούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. όλων των σημασιών.

    Большой русско-греческий словарь > сажать

  • 20 свал

    α.
    1. κατάρριψη. || γκρέμισμα.
    2. κλίση, γέρσιμο.
    3. (κυνηγ.) απόλυση, άφεση όλων μαζί των σκυλιών.
    4. βλ. свалка (2, 3 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > свал

См. также в других словарях:

  • ИНТРОНИЗАЦИЯ — [греч. ἐνθρονι[α]σμός], возведение новоизбранного Предстоятеля Поместной Церкви (а в древности и епископа) на кафедру. Смысл И. В традиц. церковной терминологии служение епископа прочно связано с его кафедрой (καθέδρα сиденье, стул и проч.) это… …   Православная энциклопедия

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • ИОАНН ЗЛАТОУСТ. Часть II — Учение Считая правильную веру необходимым условием спасения, И. З. в то же время призывал веровать в простоте сердца, не обнаруживая излишнего любопытства и помня, что «природа рассудочных доводов подобна некоему лабиринту и сетям, нигде не имеет …   Православная энциклопедия

  • «АРЕОПАГИТИКИ» — [лат. Сorpus Areopagiticum Ареопагитский корпус], собрание богословских текстов на греч. языке, приписывавшееся св. Дионисию Ареопагиту. Проблема авторства Сборник, получивший название «А.», до нач. VI в. не был известен. Впервые вслед за Севиром …   Православная энциклопедия

  • ВХОД ГОСПОДЕНЬ В ИЕРУСАЛИМ — Описанное 4 евангелистами (Мф 21. 1 11; Мк 11. 1 11; Лк 19. 28 40; Ин 12. 12 19) одно из главных событий последних дней земной жизни Господа Иисуса Христа Его торжественное прибытие в Иерусалим накануне праздника Пасхи, к рое хронологически и… …   Православная энциклопедия

  • παλιγγενεσία — Τίτλος ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών. 1. Πολιτική ημερήσια αθηναϊκή εφημερίδα. Ιδρύθηκε στις 20 Οκτωβρίου του 1862 από τον Ιωάννη Αγγελόπουλο και εκδιδόταν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1899. 2. Εφημερίδα της Κέρκυρας. Ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του… …   Dictionary of Greek

  • ВТОРОБРАЧИЕ — [греч. διγαμία, δεύτερος γάμος], или двубрачие, вступление в повторный (в строгом смысле термина во 2 й) брак. Вступление в 3 й брак называют троебрачием (τριγαμία), в последующие браки многобрачием (πολυγαμία). Церковь всегда считала… …   Православная энциклопедия

  • БЛАГОДАРСТВЕННЫЕ МОЛИТВЫ ПОСЛЕ ПРИЧАЩЕНИЯ — [греч. Εὐχαριστία μετὰ τὴν θείαν μετάληψιν, церковнослав. ], молитвы, читаемые после Причащения Св. Таин. Главный предмет христ. благодарения это совершенное Христом искупление и восстановление человеческой природы, дарованная всякому верующему… …   Православная энциклопедия

  • καθηγεμών — καθηγεμών, όνος, ό, ή (AM, Α ιων. τ. κατηγεμών, δωρ. καθαγεμών) [καθηγοῡμαι] 1. ηγεμόνας 2. δάσκαλος, καθοδηγητής («καθηγεμὼν τῆς ἀρετῆς», Πλούτ.) αρχ. 1. ο επικεφαλής, ο οδηγός («καθηγεμὼν τῆς ὁδοῡ», Ηρόδ.) 2. αρχηγός, εξουσιαστής («Ἀράτῳ… …   Dictionary of Greek

  • ρίζωμα — το / ῥίζωμα, ΝΜΑ το σύνολο τών ριζών δέντρου ή θάμνου νεοελλ. μσν. το να ριζώνει, να στερεώνεται κάτι με ρίζες στη γή, το ριζοβόλημα νεοελλ. βοτ. τύπος μεταμορφωμένου υπόγειου βλαστού, ο οποίος αναπτύσσεται οριζόντια και με τις διακλαδώσεις του… …   Dictionary of Greek

  • АРИСТОТЕЛЬ — Стагирит [греч. ̓Αριστοτέλης Σταγειρίτης], философ, ученый энциклопедист. Биографические сведения Род. в 385/84 г. до Р. Х. в греч. г. Стагира на вост. побережье п ова Халкидика в семье Никомаха, врача из рода, возводимого к богу врачевания… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»