-
1 город
город м η πόλη, η πολιτεία \города-побратимы οι αδελφοποιη μένες πόλες \город-герой η πόλη ηρωίδα за городом στην εξοχή στην ύπαιθρο* * *мη πόλη, η πολιτείαго́рода́-побрати́мы — οι αδελφοποιημένες πόλες
го́род-геро́й — η πόλη ηρωίδα
за́ городом — στην εξοχή; στην ύπαιθρο
-
2 штат
I штат Ι м (административно-территориальная единица) η πολιτεία II штат II м (личный состав) το προσωπικό* * *I м( административно-территориальная единица) η πολιτείαII м( личный состав) το προσωπικό -
3 государство
το κράτος, η πολιτείαсуверенное - κυρίαρχο -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > государство
-
4 штат
I.(административно-территориальная единица с внутренним самоуправлением в некоторых странах) η πολιτεία.II.(персонал) το προσωπικ/όРусско-греческий словарь научных и технических терминов > штат
-
5 государств^
государств^с τό κράτος, ἡ πολιτεία, ἡ ἐπικράτεια:Советское \государств^ τό Σοβιετι-κό[ν] κράτος, ἡ Σοβιετική ἐπικράτεια· многонациональное \государств^ τό πολυεθνικό[ν] κράτος· глава \государств^а ὁ ἀρχηγός τοῦ κράτους. -
6 штат
штат Iм (в государстве) ἡ πολιτεία.штат IIм (личный состав) τό προσω-πικό[ν]:зачислить в \штат διορίζω (или παίρνω) στήν δουλειά· сокращение \штатов ἡ ἐλάττωση τοῦ προσωπικοῦ. -
7 штат
[στάτ] ουσ. α πολιτεία -
8 штат
[στάτ] ουσ α πολιτεία -
9 город
-а, πλθ. -а, -ов α.1. πόλη, πολιτεία, χώρα•столичный город πρωτεύουσα•
главный город πρωτεύουσα νομού ή επαρχίας•
-а-герои πόλεις -ηρωίδες•
в черте -а μέσα στα τείχη της πόλης, στο εσωτερικό αυτής•
за -ом έξω από την πόλη, στα προάστεια, στα περίχωρα• στην εξοχή•
зеленный город πράσινη πόλη (με πολύ πράσινο).
2. παλ. πόλη εντός φρουρίου.3. (στα σκλαβάκια) το διαχωρισμένο μέρος κάθε ομάδας.εκφρ.за -ом – στα προάστεια•ни к селуни к -у – χωρίς αιτία και αφορμή, χωρίς λόγο. -
10 государство
-а ουδ.κράτος, πολιτεία, επικράτεια•социалистическое государство σοσιαλιστικό κράτος•
буржуазное государство καπιταλιστικό κράτος•
союзное государство ενωσιακό κράτος•
многонациональное государство πολυεθνικό κράτος.
-
11 гражданственность
-и θ.πολιτειακή συνείδηση (υποχρεώσεις κλπ. προς την πολιτεία). -
12 штат
штат 1-а α.η πολιτεία•Соединённые Штаты Америки Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.
εκφρ.генеральные -ы – γενικές συνελεύσεις παλαιά στη Γαλλία και Κάτω-χώρες.штат 2-а α.το προσωπικό•сокращение -ов – μείωση του προσωπικού.
|| κανονισμός ή αριθμός προσωπικού•утверждать -ы – εγκρίνω τον αριθμό του προσωπικού•
по -у полагается – προβλέπεται από τον κανονισμό προσωπικού.
εκφρ.остаться за -ом – παλ. α) μένω έξω από το προσωοικό (δε συμπεριλαβαίνομαι). β) θεωρούμαι περίσσιος ή άχρηστος. -
13 Citizenship
subs.P. πολιτεία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Citizenship
-
14 City
subs.Township: P. and V. πόλισμα, τό.Town: P. and V. ἄστυ, τό.Dwelling in the city: V. πολισσοῦχος.Dwelling near the city: V. ἀγχίπτολις.Protecting the city: V. πολισσοῦχος; see Tutelary.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > City
-
15 Commonwealth
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Commonwealth
-
16 Community
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Community
-
17 Constitution
subs.Arrangement, organisation: P. and V. κατάστασις, ἡ, κατασκευή, ἡ, (once Eur.), P. σύνταξις, ἡ, σύστασις, ἡ.Bodily constitution: P. and V. σῶμα, τό.Political constitution: Ar. and P. πολιτεία, ἡ, P. κατάστασις, ἡ.Form of government: P. κόσμος, ὁ.Change the city from its present constitution: P. ἐκ τοῦ παρόντος κόσμου τὴν πόλιν μεθιστάναι (Thuc. 8, 48).Enjoy a good constitution, v.: P. εὐνομεῖσθαι, P. and V. εὖ οἰκεῖσθαι.Charge of violating the constitution: P. γραφὴ παρανόμων, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Constitution
-
18 Constitutional
adj.In accordance with law: P. and V. ἔννομος.Affecting the state: P. πολιτικός.Of the body: P. and V. σώματος (gen. of σῶμα).Befitting a citizen: P. πολιτικός.Constitutional state: P. πολιτεία, ἡ (Dem. 71).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Constitutional
-
19 Diplomacy
subs.Cleverness: Ar. and P. δεξιότης, ἡ, P. δεινότης, ἡ.By diplomacy and decrees: P. πολιτείᾳ καὶ ψηφίσμασι (Dem. 254).Embassy: Ar. and P. πρεσβεία, ἡ.The results of one's diplomacy: P. τὰ πεπρεσβευμένα (Dem. 347).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Diplomacy
-
20 Government
subs.Rule: P. and V. ἀρχή, ἡ, κράτος, τό, or use V. σκῆπτρα, τά, θρόνοι, οἱ.Constitution: Ar. and P. πολιτεία, ἡ.Magistrates: P. τὰ τέλη, οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασι, P. and V. οἱ ἐν τέλει, τὰ κύρια, V. οἱ ἐν τέλει βεβῶτες, Ar. and P. αἱ ἀρχαί.Form of government: P. κόσμος, ὁ, or use τάξις πολιτείας, ἡ.The government that was then being established: P. τὰ τότε καθιστάμενα πράγματα.I am friendly to the established government: P. εὔνους εἰμὶ τοῖς καθεστηκόσι πράγμασι (Lys. 145, 37).The nine Archons at that time carried on most of the duties of government: P. τότε τὰ πολλὰ τῶν πολιτικῶν οἱ ἐννέα ἄρχοντες ἔπρασσον (Thuc. 1, 126.)Has the government been left to the people? V. δεδήμευται κράτος; (Eur., Cycl. 119).Good government, subs.: Ar. and P. εὐνομία, ἡ.Enjoy good government, v.: P. εὐνομεῖσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Government
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πολιτεία — η, ΝΜΑ, ιων. τ. πολητηΐη, Α [πολιτεύομαι] 1. (στην αρχαιότητα) α) η μορφή τής κρατικής οργάνωσης που υιοθετούν οι πολίτες μιας χώρας, ο τύπος τού πολιτεύματος (α. «ὁμολογοῦνται τρεῑς εἶναι πολιτεῑαι, τυραννίς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία», Αισχίν … Dictionary of Greek
πολιτεία — η 1. το πολίτευμα μιας χώρας: Πολιτεία δημοκρατική. 2. το έδαφος, ο λαός και η πολιτική εξουσία μιας χώρας, αλλ. κράτος: Η ελληνική πολιτεία. 3. μτφ., τρόπος συμπεριφοράς και δράσης: Η πολιτεία του στην Κατοχή δεν ήταν καλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιτεία — πολῑτείᾱ , πολιτεία condition and rights of a citizen fem nom/voc/acc dual πολῑτείᾱ , πολιτεία condition and rights of a citizen fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτείᾳ — πολῑτείᾱͅ , πολιτεία condition and rights of a citizen fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέα Πολιτεία — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.) στην πρώην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Βρίσκεται Ν της κοινότητας Σκάλας Ωρωπού … Dictionary of Greek
πάρα — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
Παχάνγκ — Πολιτεία της Μαλαισίας στο Α τμήμα της Μαλαϊκής χερσονήσου, στη λεκάνη του ομώνυμου ποταμού. Έχει έκταση 35.800 τ.χλμ. και ο πληθυσμός της περιλαμβάνει Μαλαισίους, Κινέζους και Ινδούς. Διοικητικό κέντρο της Π. είναι η πόλη Κουατάν. Η πολιτεία… … Dictionary of Greek
Πέρακ — Πολιτεία της Μαλαισίας στο ΒΔ τμήμα της Μαλαϊκής, στη λεκάνη του ομώνυμου ποταμού. Έχει έκταση 21.005 τ. χλμ. και πληθυσμό ... κάτ. Διοικητικό κέντρο της Π. είναι η πόλη Ιπόχ. Η πολιτεία αυτή είναι μια από τις περισσότερο ανεπτυγμένες της… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Μαίην — Πολιτεία των ΗΠΑ. Βλ. λ. Μέιν … Dictionary of Greek