-
1 Vesta
Ἑστία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Vesta
-
2 fokus
εστία -
3 ložisko
εστία -
4 ohnisko
εστία -
5 mihrak
εστία, όργανο, υποχείριο -
6 очаг
оча́гм1. ἡ ἐστία, τό τζάκι·2. перен (рассадник, источник) ἡ ἐστία:\очаг зари́-зы ἡ μολυσματική ἐστία, ἡ ἐστία μολύνσεως· ◊ домашний \очаг ἡ ἐστία, ἡ οἰκο-γενειακή ἐστία. -
7 очаг
-а α.1. εστία, τζάκι, γωνιά. || μτφ. οικογένεια• οίκος, σπίτι πατρικό.(τεχ.) εστία (μέρος όπου γίνεται η καύση).2. μτφ. κέντρο, πηγή•очаг заразы εστία μόλυνσης•
войны εστία πολέμου.
-
8 пенаты
-ов πλθ. παλ. εστία, το πατρικό σπίτι, οικογενειακή εστία.εκφρ.к домашним (к родным, своим) -ам – στην προγονική εστία, στο σπίτι των προγόνων. -
9 очаг
1. (реакции и т.п.) η εστία 2. (камин) η εστία, το τζάκι 3. (источник распространения чего-л.) η πηγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > очаг
-
10 печь
I. 1. тех. η κάμιν/ος, ο κλίβανος, η εστίαвращающаяся - περιστροφική -, ο περιστροφικός/περιστρεφόμενος κλίβανοςкирпичеобжигательная - см. - для обжига кирпича колпаковая - τύπου κώδωναмусоросжигательная - αποτέφρωσης/καύσης των απορριμμάτωνрегенеративная - αναγέννησης, αναζωογόνησης- τήξης2. (для выпечки хлеба, приготовления горячей пищи) о φούρνος хлебопекарная - αρτοποιίας 3 (для отопления помещений) η θερμάστρα, η εστία, разг. η σόμπα II.(приготовлять пищу сухим нагреванием на жару) ψήνω пешеход ο πεζός, ο/η πεζοπόροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > печь
-
11 фокус
(физ., фото, мат.) η εστίαη εστίαση, το σημείο σύγκλισης των ακτινώντο επίκεντροτο κέντρο της συγκέντρωσηςη εστία της διάθλασης ή αντανάκλασης των ακτινώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фокус
-
12 фокусировать
1. физ. (собирать, соединять в фокус) εστιάζω, συγκεντρώνω σε εστία 2 (физ., фото) (находить фокус) βρίσκω την εστία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фокусировать
-
13 фокус
I фокус Ι м физ., фото η εστία II фокус II м (трюк) η ταχυδακτυλουργία; показывать \фокусы εκτελώ ταχυδακτυλουργίες* * *I м физ. фотоη εστίαII м( трюк) η ταχυδακτυλουργίαпока́зывать фо́кусы — εκτελώ ταχυδακτυλουργίες
-
14 столовая
столоваяж1. (комната) ἡ τραπεζαρία·2. (в учреждении и т. п.) τό ἐστια-τόριο[ν]:заводская \столовая ἡ καντίνα τοῦ ἐργοστασίου· общественная \столовая τό ἐστια-τόριο[ν]. -
15 лары
-ов κ. лар (ενκ. лар -а α.) ψυχές προγόνων. || εστία, οίκος, σπίτι•вернуться к своим -ам и пенатам γυρίζω στην εστία και το πάτριο (έδαφος).
-
16 рассадник
-а α.1. φυτώριο (φυτά ή τόπος)•семенной рассадник το σπορείο•
рассадник цветов φυτώριο λουλουδιών.
2. μτφ. φωλιά, εστία•рассадник заразы εστία μόλυνσης.
-
17 резервуар
-а α.1. δεξαμενή•резервуар для воды υ-δροδεξαμενή.
2. μτφ. πηγή, εστία•резервуар заразы εστία μόλυνσης.
-
18 фокус
фокус 1-а α.1. (φυσ.) εστία διάθλασης ή αντανάκλασες ακτινών. || απόσταση εστιακή.2. (ιατρ.) εστία φλεγμονής.3. μτφ. κέντρο συγκέντρωσης, συρροής.фокус 2-а α.1. ταχυδακτυλουργία, θαυματοποιία• κόλπο, τέχνασμα, τρυκ. || πονηριά, απάτη, κατεργαριά. || (για μηχανισμό) το μυστικό.2. καπρίτσα, ιδιοτροπίες, καμώματα, νάζια•брось свои -ы άσε (άφησε) τα καπρί-τσα σου στην μπάντα.
εκφρ.в том-то и фокус – εδώ είναι ο κόμπος ή τα κουμπιά της Αλέξαι-νας (για δυσχέρειες). -
19 фокусировать
-рую, -руешьρ.δ.μ. (για ακτίνες) συγκεντρώνω σε εστία. || καθαρίζω φωτογραφική εικόνα.1. συγκεντρώνομαι, συγκλίνω σε εστία.2. καθαρίζομαι (για φωτογραφική ε ικόνα). -
20 Hearth
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hearth
См. также в других словарях:
ἑστία — ἑστίᾱ , ἕστιος of the fem nom/voc/acc dual ἑστίᾱ , ἕστιος of the fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱ , ἑστία hearth of a house fem nom/voc/acc dual ἑστίᾱ , ἑστία hearth of a house fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱ , ἑστιάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστίᾳ — ἑστίᾱͅ , ἕστιος of the fem dat sg (attic doric aeolic) ἑστίαι , ἑστία hearth of a house fem nom/voc pl ἑστίᾱͅ , ἑστία hearth of a house fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εστία — εστία, η και στια, η 1. το μέρος του δωματίου όπου ανάβεται η φωτιά, η γωνιά, το τζάκι. 2. κατοικία, σπίτι, τόπος διαμονής: Πολλοί άνθρωποι διώχτηκαν από τις εστίες τους με τα πολεμικά γεγονότα. 3. μτφ., σημείο, τόπος όπου εκδηλώνεται κάτι απ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἑστία — Ἑστίᾱ , Ἑστία hearth of a house fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑστίᾳ — Ἑστίᾱͅ , Ἑστία hearth of a house fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εστία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωμετρία (ε. κωνικής τομής) και στην οπτική (ε. ενός οπτικού συστήματος). Στη γεωμετρία, ένα σημείο F του επιπέδου μιας κωνικής τομής Κ ονομάζεται: μία ε. της Κ, εάν και μόνο εάν, για κάθε σημείο Μ = (x,ψ) της Κ η… … Dictionary of Greek
ἑστιᾷ — ἑστιάω receive at one s hearth pres subj mp 2nd sg ἑστιάω receive at one s hearth pres ind mp 2nd sg (epic) ἑστιάω receive at one s hearth pres subj act 3rd sg ἑστιάω receive at one s hearth pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηπειρωτική Εστία — Τριμηναίο περιοδικό. Ιδρύθηκε το 1950 στα Ιωάννινα από τους Μ. Μάνο και Δ. Κόκκινο. Το περιοδικό βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών … Dictionary of Greek
Νέα Εστία — Δεκαπενθήμερο λογοτεχνικό περιοδικό. Ιδρύθηκε το 1927 από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, ο οποίος και διατέλεσε διευθυντής του ως το 1935. Από τότε διευθύνεται από τον Πέτρο Χάρη. Το περιοδικό δημοσιεύει λογοτεχνικές εργασίες και μελέτες σχετικές με την … Dictionary of Greek
ἑστίας — ἑστίᾱς , ἕστιος of the fem acc pl ἑστίᾱς , ἕστιος of the fem gen sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱς , ἑστία hearth of a house fem acc pl ἑστίᾱς , ἑστία hearth of a house fem gen sg (attic doric aeolic) ἑστίᾱς , ἑστιάω receive at one s hearth… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιάσει — ἑστιά̱σει , ἑστίασις feasting fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἑστιά̱σεϊ , ἑστίασις feasting fem dat sg (epic) ἑστιά̱σει , ἑστίασις feasting fem dat sg (attic ionic) ἑστιά̱σει , ἑστιάω receive at one s hearth aor subj act 3rd sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)