-
1 балласт
1. мор. το έρμα, разг. η σαβούρα (ξεν.)в - е υπό το -, το κενό του φορτίουпринимать - ερματίζω, παίρνω το -2. ж.-д. το έρμα (χαλίκι/άμμος) ερμόστρωσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балласт
-
2 балластина
η μολυβήθρα, το βαρίδι, η χελώνα (για το έρμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балластина
-
3 лот
1. (прибор) η βολίδαη βυθομετρική βολίδα2. (груз, прикрепляемый к плоту для уменьшения скорости) το έρμα (που τοποθετείται στη σχεδία για μείωση της ταχύτητας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лот
-
4 осадка
1. (грунта) η καθίζηση 2. (операция кузнечно-прессового производства) η συμπιεστική εξόγκωση 3. мор. το βύθισμα (του πλοίου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > осадка
-
5 балласт
балластм1. (груз) ἡ σαβούρα, τό ἔρμα;2. перен ἡ σαβούρα;3. ж.-д. τά σκῦρα, τό σκυρωτόν:насыпа́ть \балласт σκυροστρωνω. -
6 балласт
-а α.(στα πλοία κ.αερόστατα).1. έρμα. || μτφ. πράγμα περίσσιο, άχρηστο.2. τα σκύρα, ο άμμος επίστρωσης σιδηροδρ.γραμμής. -
7 Ballast
subs.Ar. ἕρμα, τό.Without ballast: P. ἀνερμάτιστος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ballast
-
8 Reef
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Reef
-
9 Ridge
subs.On the ridge of this:tomb: V. τύμβου ʼπὶ νώτοις τοῦδε (Eur., Hel. 984).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ridge
-
10 Sunken
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sunken
-
11 safra
χολή, έρμα, σαβούρα -
12 ballast
1) έρμα2) σαβούρα3) σαβουρώνω
См. также в других словарях:
ἕρμα — 1 prop neut nom/voc/acc sg ἕρμα 2 prop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… … Dictionary of Greek
έρμα — το, ατος 1. πρόσθετο βάρος σε πλοίο ή αερόστατο για ευστάθεια, αλλ. σαβούρα. 2. μτφ., βάση, αρχές: Άνθρωπος χωρίς ηθικό έρμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἑρμᾶ — Ἑρμῆς pillar surmounted by bust masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμᾶ — ἑρμάζω steady fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑρμᾷ — Ἑρμῆς pillar surmounted by bust masc dat sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμᾷ — ἑρμάζω steady fut ind mid 2nd sg (epic) ἑρμάζω steady fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕρμ' — ἕρμα , ἕρμα 1 prop neut nom/voc/acc sg ἕρμα , ἕρμα 2 prop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμανέων — ἑρμᾱνέων , ἑρμηνεύς interpreter gen pl (doric) ἑρμᾱνέω̆ν , ἑρμηνεύς interpreter gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμᾶι — ἑρμᾷ , ἑρμάζω steady fut ind mid 2nd sg (epic) ἑρμᾷ , ἑρμάζω steady fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμάτων — ἕρμα 1 prop neut gen pl ἕρμα 2 prop neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)