-
1 hélice
έλικας -
2 vrtule
έλικας -
3 airscrew
έλικας -
4 propeller
έλικας -
5 śmigło
έλικας -
6 śruba
έλικας -
7 шаг
1. (при хотьбе) το βήμα 2. (резьбы, зубьев, винта) το βήμα, το διάστημα (του σπειρώματος, της έλικας, των οδοντωτών)поперечный - маш. εγκάρσιο -3. (действие, поступок) το βήμα, η ενέργεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шаг
-
8 обтекатель
1. (ав., авто) το αερόγραμ-μο/αεροδυναμικό κάλυμμα 2. мор. το υδρόγραμμο κάλυμμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обтекатель
-
9 устройство
1. (механизм, приспособление, сооружение) о μηχανισμός, η συσκευή, το μηχάνημα, η μηχανή, ο εξοπλισμός, το σύστημαаварийное - ο εξοπλισμός κινδύνου/ανάγκηςблокирующее - ασφάλισης/μπλοκαρίσματοςбуквопечатающее - полигр. το τυπογραφικό μηχάνημαвнешние - а вчт. τα εξωτερικά συστήματαгребное мор. - πρόωσηςгрузовое мор. - το σύστημα φορτοεκφόρτωσης- для крепления и отдачи коренного конца якорной цепи мор. - στήριξηςκαι απελευθέρωσης της (ρίζας) αλίσεως τηςάγκυρας- дляопределения уровня жидкой углекислотыв баллонах мор. - η συσκευή προσδιορισμού της στάθμης υγρού του διοξειδίουτου άνθρακαзадающее (авт.) - προγραμματισμούзадраивающее мор. - ο μηχανισμός κλεισίματοςзапоминающее вчт. - η μνήμη, το σύστημα αποθήκευσης στη μνήμηзвуковое сигнальное мор. - ηχητικός - του συναγερμούзвукосигнальное мор. - των ηχητικών σημάτωνиндикаторное (рлк.) - η ένδειξηле-ерное - мор. το σύνολο των ρελιών του πλοίου, τα ρέλιαманевровое мор. - το σύστημα ελιγμώνносовое подруливающее мор. - το σύστημα της πρωραίας (βοηθητικής) έλικας των ελιγμώνоросительное - ποτίσματος/ψεκασμούотсосное (тепл.) - απορρόφησηςпитающее - η συσκευή τροφοδότησης, ο τροφοδότηςподруливающее - мор. о βοηθητικός έλικας των ελιγμώνподъёмно-спусковое мор. - ανύψωσης-καθέλκυσηςразмагничивающее - судна см.размагничиватель судна - распознаваниязнаков - η συσκευή αναγνώρισης σημάτωνή γραμμάτωνраспределительное эл. - διανομής- ελέγχουрулевое мор. - του πηδαλίουспасательное мор. - η ναυαγοσωστική συσκευήспусковое мор. - της καθόδου (π.χ. των λεμβών)стопорное мор. - της ασφάλισηςтормозное - η διάταξη πέδης/φρεναρίσμα-τοςцветоделительное полигр. - διαχωρισμού των χρωμάτων2. (конструкция, расположение) η κατασκευή, η διάταξη, η ρύθμιση 3. (установленный порядок чегол., строй) η οργάνωση, το σύστημαη τάξη4. (оборудование чего-л., приспособление для чего-л.) η κατασκευή, η συνάρτηση 5. (организация чего-л., осуществление) η οργάνωση, η πραγματοποίηση 6. (налаживание чего-л., создание необходимых условий существования) η ρύθμιση, η τακτοποίηση 7. (помещение, определение куда-л.) η τακτοποίηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устройство
-
10 винт
винтм1. ἡ βίδα, ὁ κοχλίας:микрометрический \винт ὁ μικρομετρικός κοχλίας·2. (парохода, самолета) ὁ ἐλικας, ὁ ἐλιξ:воздушный \винт ὁ ἐλικας ἀεροπλάνου· судовой \винт ἡ προπέλλα, ὁ ἐλικας πλοίου·3. (карточная игра) τό οὐίντ. -
11 лопасть
το πτερύγι/οРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лопасть
-
12 механизм
1. (внутреннее устройство машины, прибора, аппарата и т.п., приводящее их в действие) о μηχανισμός, το μηχάνημα, η συσκευήвыключающий полигр. - αποσύνδεσηςглавные - ы мор. οι κύριεςμηχανέςделительный - διαιρετός -, διανεμητικός -очистительный с.-х. - καθαρισμούпалубные - ы мор. τα μηχανήματα καταστρώματος- μείωσηςтормозной - φρεναρίσματος/πέ-δησηςщёточный эл. - των ψύ-κτρων2. (совокупность состояний и процессов) η διαδικασία, ο τρόπος 3. (внутреннее устройство, система чего-л.) о μηχανισμός, η μηχανή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > механизм
-
13 отношение
1. (мат) η σχέση, ο λόγοςдвучленное - διθέσια/διμελής -дисковое - (гребного винта) мор. - (της ανεπτυγμένης) επιφάνειας της έλικας (προς την επιφάνεια του δίσκου)шаговое - (гребного винта) мор. - του βήματος (της έλικας) (προς τη διάμετρο)2. (пропорция) η αναλογία, η σχέσηв процентном - ии σε - επί τοις εκατόν (%)3. (взаимная связь, зависимость разных величин, предметов, явлений, соотношение между чем-л.) η σχέσηиметь - έχει σχέση, σχετίζεται με..4. -ия мн. (связь между кем-л., образующаяся из общения на какой-л. почве) οι σχέσειςтемпоральные - лингв. χρονικές -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отношение
-
14 поступь
(гребного или воздушного винта)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поступь
-
15 ступица
(колеса) о ομφαλ/ός, η πλήμνηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ступица
-
16 винт
-
17 винт
[βίντ] ουσ. α. βέδα, έλικας αεροπλάνου, έλικας πλοίου -
18 винт
[βίντ] ουσ α βέδα, έλικας αεροπλάνου, έλικας πλοίου -
19 винт
-а α.1. βίδα, κοχλίας•головка -а το κεφάλι της βίδας•
нарезка -а το σπείρωμα της βίδας.
2. έλικας•пароходный винт ο έλικας του ατμόπλοιου.
3. επίρ. -ом ελικοειδώς•дым -ом подымался из трубы ο καπνός ελικοειδως ανέβαινε από την καπνοδόχο. (χαρτπ.) βιδωτό•
играть в винт παίζω βιδωτό.
-
20 ахтерштевень
мор. 1. (деталь набора корпуса судна) το ποδόστημα του πλοίου 2. (опора) о κλωβός της έλικαςпятка - я το ποδόστημα, το ποδόσταματο ποδόσταμο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ахтерштевень
См. также в других словарях:
έλικας — έλικας, ο και έλικα, η και έλιγκας, ο 1. γύρος, σπειροειδής γραμμή, καθετί που έχει περιστραφεί με σπειροειδή τρόπο. 2. (μαθ.), καμπύλη γραμμή που γράφεται από σημείο που μετακινείται με ίση ταχύτητα σε μια ευθεία, ενώ η ευθεία στρέφεται με ίση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… … Dictionary of Greek
ἑλικάς — ἑλικά̱ς , ἑλικός eddying fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἑλίκας — Ἑλίκᾱς , Ἑλίκη fem acc pl Ἑλίκᾱς , Ἑλίκη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλίκας — ἑλίκᾱς , ἑλίκη winding fem acc pl ἑλίκᾱς , ἑλίκη winding fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἕλικας — Ἕλιξ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕλικας — ἕλιξ 1 twisted masc/fem acc pl ἕλιξ 2 anything which assumes a spiral shape fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
βαθυσκάφος — Υποβρύχιο σκάφος, που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ, διαφέρει ουσιαστικά από τη βαθύσφαιρα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί… … Dictionary of Greek
ελικόπτερο — Εναέριο όχημα του οποίου η στήριξη και η πρόωση παράγονται από μία ή περισσότερες μεγάλες έλικες μεταβλητού βήματος, που κινούνται από ενδοθερμικούς κινητήρες. Ο άξονας περιστροφής των ελίκων είναι κάθετος ή περίπου κάθετος και, ανάλογα με την… … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek