-
1 be sold out
1) (to be no longer available: The second-hand records are all sold out; The concert is sold out.) εξαντλημένος2) (to have no more available to be bought: We are sold out of children's socks.) μας έχουν τελειώσει -
2 booked up
(having every ticket sold: The theatre is booked up for the season.) του οποίου έχουν προπωληθεί όλα τα εισιτήρια -
3 hard up
(not having much especially money: I'm a bit hard up at the moment; I'm hard up for envelopes.) έχω αψιλίες,μου έχουν σωθεί -
4 swollen-headed
adjective (too pleased with oneself; conceited: He's very swollen-headed about his success.) που έχουν πάρει τα μυαλά του αέρα, ξιπασμένος -
5 Against
prep.P. and V. ἐπί (acc. or dat.), πρός (acc.), εἰς (acc.).(Stumble, etc.) against: P. and V. πρός (dat.).(Sin, etc.) against: P. and V. εἰς (acc.).Opposite: P. ἀντίπερας (gen.), καταντικρύ (gen.), or use adj., P. and V. ἐναντίος (dat.).They piled a bank of earth against the city: P. χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν (Thuc. 2, 75).In compounds to express opposition: use P. and V. ἀντι, e.g.Make a stand against: P. and V. ἀνθίστασθαι (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Against
-
6 Throw
v. trans.P. and V. βάλλειν, ῥίπτειν, ἀφιέναι, μεθιέναι (rare P.), Ar. and V. ἱέναι, V. δικεῖν ( 2nd aor.), ἰάπτειν.Throw in wrestling: Ar. and P. καταπαλαίειν (the passage in Eur., I. A. 1013, is doubtful), P. and V. καταβάλλειν.Trip up: P. ὑποσκελίζειν.Throw the javelin: P. and V. ἀκοντίζειν.Throw about: Ar. and P. διαρριπτεῖν (Xen.).Lose wilfully: P. and V. ἀποβάλλειν, P. προΐεσθαι.His head is thrown back. V. κάρα... ὑπτιάζεται (Soph.., Phil. 822).Throw down upon: V. ἐγκατασκήπτειν (τί τινι)., ἐπεμβάλλειν (τι).Be thrown from a chariot: V. ἐκκυλίνδεσθαι (gen.) (Soph., O. R. 812).Throw fire into: P. and V. πῦρ ἐνιέναι εἰς (acc.).Throw oneself into: P. and V. εἰσπίπτειν (P. εἰς, V. dat. alone); see rush into.Throw in one's lot with: P. συνίστασθαι (dat.), P. and V. ἵστασθαι μετά (gen.).Throw in one's teeth: P. and V. ὀνειδίζειν (τί τινι).Throw away: P. and V. ἀποβάλλειν, ἐκβάλλειν.Throw off the yoke of: use P. and V. ἀφίστασθαι (gen.) (lit., revolt from), or use be rid of, see Rid.Throw on: P. and V. ἐπιβάλλειν (τί τινι).Throw blame on: P. αἰτίαν ἀνατιθέναι (dat.); see Impute.Throw oneself on (another's mercy, etc.): P. παρέχειν ἑαυτόν (lit., yield oneself up).Throw out: P. and V. ἐκβάλλειν, ἀποβάλλειν; see cast out.Be thrown out: P. and V. ἐκπίπτειν, V. ἐκπίτνειν.Throw out a proposal, vote against it: Ar. and P. ἀποχειροτονεῖν.met., betray: P. and V. προδιδόναι.Fling away: P. προΐεσθαι; see Resign.As a defence: P. προσπεριβάλλειν.Cast up in one's teeth: P. and V. ὀνειδίζειν (τί τινι).Throw up earth: P. ἀναβάλλειν χοῦν (Thuc., 4, 90), P. and V. χοῦν.They proceeded to throw up an embankment against the city: P. χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν (Thuc. 2, 75).These are the defences I threw up to protest Attica: P. ταῦτα προὐβαλόμην πρὸ τῆς Ἀττικῆς (Dem. 325).Throw upon: see throw on, throw down upon.Throw oneself upon: attack.——————subs.P. ῥῖψις, ἡ.Range: P. and V. βολή, ἡ.Of the dice: V. βολή, ἡ, βλῆμα, τό.Day by day you make your throw adventuring war against the Argives: V. ἡμέραν ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη (Eur., Rhes. 445).I trust that it ( the people) will yet throw a different cast of the dice: V. ἔτʼ αὐτὸν ἄλλα βλήματʼ ἐν κύβοις βαλεῖν πέποιθα (Eur., Supp. 330).Of a quoit: V. δίσκημα, τό (Soph., frag.).In wrestling: P. and V. πάλαισμα, τό.If you be matched and receive a fatal throw: V. εἰ παλαισθεὶς πτῶμα θανάσιμον πεσεῖ (Eur., El. 686).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Throw
См. также в других словарях:
ἔχουν — χάω imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) χάω imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic) χόω throw imperf ind act 3rd pl χόω throw imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'χουν — ἔχουν , χάω imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἔχουν , χάω imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic) ἔχουν , χόω throw imperf ind act 3rd pl ἔχουν , χόω throw imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek