Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἔσω

  • 1 Inside

    adv.
    P. and V. ἐντός, εἴσω, ἔσω.
    In the house: P. and V. ἔνδον, οἴκοι.
    From within: P. and V. ἔσωθεν, ἔνδοθεν.
    ——————
    prep.
    P. and V. εἴσω (gen.), ἐντός (gen.), ἔσω (gen.); see Within.
    ——————
    adj.
    P. and V. ὁ ἐντός, ὁ εἴσω, ὁ ἔσω.
    ——————
    subs.
    P. τὰ ἐντός; see Entrails.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Inside

  • 2 Within

    prep.
    P. and V. εἴσω (gen.). ἔσω (gen.), ἐντός (gen.), ἔνδον (gen.) (Plat. but rare V.), V. ἔσωθεν (gen.) (Eur., I. T. 1389).
    Within reach: use adj.. P. and V. πρόχειρος.
    Of distance: see Near.
    Within bowshot: P. and V. ἐντὸς τοξεύματος.
    Of time, degree: Ar. and P. ἐντός (gen.), or of time, use P. and V. gen. alone.
    Within a short time: P. ἐντὸς οὐ πολλοῦ χρόνου.
    Within what time will Hermione come to the house? V. ἥξει δʼ ἐς οἴκους Ἑρμιόνη τίνος χρόνου; (Eur., Or. 1211).
    If they do not go to law within five years: P. ἐὰν μὴ πέντε ἐτῶν δικάσωνται (Dem. 989).
    He came within an ace of being killed: P παρὰ μικρὸν ἦλθεν ἀποθανεῖν (Isoc. 388).
    ——————
    adv.
    P. and V. ἐντός, εἴσω, ἔσω.
    In the house: P. and V. ἔνδον, οἴκοι, κατʼ οἶκον.
    From within: P. and V. ἔσωθεν, ἔνδοθεν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Within

  • 3 завал

    1. горн. το φράγμα, ο σωρός (από πέτρες, χιόνι, ξύλα κ.λπ.), το σώριασμα 2. (бортов судна) το κεκλιμένο προς τα έσω (κλίση πλευρών/γραμμών σκάφους) 3. (вер-шины импульса) η πτώση (της οροφής του παλμού).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завал

  • 4 перегиб

    η καμπυλότητα, το τσάκισμα -каната η επικαμπή/στρέβλωση του σχοινιού
    - корпуса корабля η κάμψη του πλοίου προςτα έσω, разг. το χόγκιγκ (ξεν.)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перегиб

  • 5 ухо

    I.
    (орган слуха и равновесия у человека и позвоночных животных) о ους, разг. το αυτί
    II.
    тех. (приспособление) о πρόβολος
    буксировочное - της ρυμούλκησης.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ухо

  • 6 готовый

    готов||ый
    прил
    1. (законченный) ἐτοιμος, ἀποτελειωμένος:
    обед готов τό φαγητό εἶναι ἔτοιμο· \готовыйое платье τό ἐτοιμο φουστάνι, τό ραμμένο φόρεμα· \готовыйые изделия τά ἐτοιμα είδη·
    2. (склонный, согласный) ἐτοιμος, πρόθυμος/ (προ)διατε-θειμένος (намеревающийся):
    \готовый заплакать ἐτοιμος νά κλάψει· \готовый на любу́ю жертву ἐτοιμος νά ὑποστεί κάθε θυσία· ◊ жить на всем \готовыйом ζῶ ἀπό τά ἐτοιμα, ζῶ στά χαζίρικα· \готовый к услу́гам ἐτοιμος, πρόθυμος νά ἐξυπηρετήσω· будь готов! (клич пионеров) ἔσω ἐτοιμος!· всегда готов! (ответный возглас пионеров) πάντα (πάντοτε) ἐτοιμος!

    Русско-новогреческий словарь > готовый

  • 7 кальсоны

    кальсоны
    тк. мн. τό σώβρακο, τό ἐσώ-βρακο.

    Русско-новогреческий словарь > кальсоны

  • 8 прилагать

    прилаг||ать
    несов
    1. (присоединять) επισυνάπτω·
    2. (применять) ἐφαρμόζω, χρησιμοποιώ:
    \прилагать все си́лы καταβάλλω ὅλες τίς δυνάμεις· \прилагать усилия καταβάλλω προσπάθειες·
    3. (письмо, документ) ἐσω· κλείω:
    при сем \прилагатьа́ю... офиц. συνημμέ· νως ἀποστέλλω.

    Русско-новогреческий словарь > прилагать

  • 9 внутрь

    επίρ.
    προς τα μέσα, προς το εσωτερικό, προς τα έσω• εσωτερικά•

    они вошли αυτοί μπήκαν μέσα•

    принимать лекарство! παίρνω φάρμακο εσωτερικά.

    Большой русско-греческий словарь > внутрь

  • 10 выемка

    θ.
    1. εξαγωγή, εξόρυξη, εκσκαφή, ξέχωμα•

    выемка грунта εξαγωγή χωμάτων.

    || ανάλήψη, σήκωμα•

    выемка денег из банка ανάληψη χρημάτων από την τράπεζα.

    2. αφαίρεση, κατάσχεση εγγράφων.
    3. βαθούλωμα, κοιλότητα, εισδοχή, εσοχή.
    (αρχτ.) ράβδωση, αυλάκωση. || οδόντωμα, εκγλυφή ξυλουργήματος. || εκχωμάτωση.
    4. κοπή προς τα έσω (για ένδυμα, υπόδημα).

    Большой русско-греческий словарь > выемка

  • 11 Breach

    subs.
    In a wall: P. τὸ διηρῄμενον (Thuc. 2, 76).
    Hole: P. τὸ κενούμενον.
    Make a breach in ( a wall): P. διαιρεῖν (acc. or partitive gen.).
    Of friendship, trust, etc.: P. διάλυσις, ἡ.
    Of a treaty: P. σύγχυσις, ἡ.
    Breach of law: P. and V. δκημα, τό.
    Commit a breach: P. and V. παραβαίνειν; see Transgress.
    Quarrel: P. and V. διαφορά, ἡ ; see Quarrel.
    Making with the spear a wide breach in the gates: V. πυλῶν ἔσω λόγχῃ πλατείαν εἰσδρομὴν ποιούμενος (Eur., Rhes. 603).
    ——————
    v. trans.
    P. διαιρεῖν (acc. or partitive gen.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Breach

  • 12 Burst

    v. trans.
    Break: P. and V. πορρηγνναι, καταρρηγνναι, καταγνναι, ῥηγνναι (P. usually compounded); see Break.
    V. intrans. P. and V. διαρρήγνυσθαι, ῥήγνυσθαι.
    Of a storm: V. ἐκπνεῖν.
    met., come on: P. and V. ἐπέρχεσθαι.
    When the storm bursts: V. σκηπτοῦ ʼπιόντος (Eur., Rhes. 674).
    Burst forth: V. ἐκρήγνυσθαι.
    Burst forth in anger: V. ἐξαναζεῖν χόλον.
    So that a bloody foam burst forth from the sea: V. ὡς αἱματηρὸν πέλανον ἐξανθεῖν ἅλος (Eur., I.T. 300).
    Burst in or into: Ar. and P. εἰσπηδᾶν (εἰς, acc.), V. εἰσορμᾶσθαι (acc.), ἐπεισπίπτειν (acc. or dat.) (also Xen. but rare P.), εἰσπαίειν (absol.), P. and V. εἰσπίπτειν (P. εἰς, acc.; V. dat. alone), Ar. ἐπεισπαίειν (εἰς, acc.), ἐπεισπηδᾶν (absol.), Ar. and V. ἐμπίπτειν (dat. or εἰς, acc.).
    Bursting into tears: V. δακρύων ῥήξασα... νματα (Soph., Trach.919).
    Burst out, rush out: P. and V. ἐξορμᾶσθαι, ἐκπίπτειν.
    Burst out laughing: P. ἐκγελᾶν.
    Burst out into (lamentation, etc.): P. and V. καθίστασθαι (εἰς, acc.).
    Burst out into eruptions ( of the skin): P. ἕλκεσιν ἐξανθεῖν (Thuc. 2, 49).
    The whole plot would have burst over the city like a torrent: P. ὥσπερ χειμάρρους ἂν ἅπαν τὸ πρᾶγμα εἰς τὴν πόλιν εἰσέπεσεν (Dem. 278).
    ——————
    subs.
    When in a burst of passion she passed within the antechamber: V. ὅπως γὰρ ὀργῇ χρωμένη παρῆλθʼ ἔσω θυρῶνος (Soph., O.R. 1241).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Burst

  • 13 Door

    subs.
    P. and V. θρα, ἡ, P. θυρώματα, τά. V. σανς, ἡ, θύρετρα, τά.
    Wicket: P. πυλίς, ἡ.
    Gate: P. and V. πύλη, ἡ, V. πυλώματα, τά.
    Having two doors. adj.: P. ἀμφίθυρος.
    Out of doors: P. and V. ἔξω, Ar. and V. θύρασι, θύραζε, or use V., adj., θυραῖος, agreeing with subject.
    Indoors: P. and V. ἔνδον, εἴσω, ἔσω, οἴκοι.
    Lay at one's door: P. and V. ναφέρειν (τί τινι or εἴς τινα); see Ascribe.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Door

  • 14 In

    prep.
    P. and V. ἐν (dat.).
    Of time: e. g., in a few days: use gen.
    Inside of: P. and V. ἐντός (gen.), εἴσω (gen.). ἔσω (gen.); see Within.
    To express feelings, In anger: P. and V. διʼ ὀργῆς.
    In the hands: V. δι χερῶν. Be in, v.: P. and V. ἐνεῖναι (dat.).
    There is in: P. and V. ἔνεστι (dat.), ἔνι (dat.) (Eur., Or. 702).
    ——————
    adv.
    At home: P. and V. ἔνδον οἴκοι, κατʼ οἶκον; see under Home.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > In

  • 15 Inner

    adj.
    Use P. and V. ὁ εἴσω, ὁ ἐντός (adv.), ὁ ἔσω.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Inner

  • 16 Inscribe

    v. trans.
    P. and V. ἐγγρφειν, Ar. and P. ἐπιγρφειν, P. ἀναγρφειν; see Write.
    Inscribe instead: P. ἀντεπιγράφειν (acc.).
    Inscribe on ( the mind): V. ἐγγρφεσθαι (τί τινι).
    Know this and inscribe it on your mind: V. ταῦτʼ ἐπίστω καὶ γράφου φρενῶν ἔσω (Soph., Phil. 1325).
    Inscribe geometrically ( one figure in another): P. ἐντείνειν (τι εἴς τι).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Inscribe

  • 17 Interior

    adj.
    Use P. and V. ὁ ἔσω, ὁ εἴσω, ὁ ἐντός.
    ——————
    subs.
    Interior of a country: P. μεσογεία, ἡ.
    In the interior: use adv., P. ἄνω; see Inland.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Interior

  • 18 Inward

    adv.
    P. and V. εἴσω, ἔσω.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Inward

  • 19 Lining

    subs.
    Use P. and V. τὸ εἴσω, τὸ ἔσω.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lining

  • 20 Record

    subs.
    Memorial: P. and V. μνημεῖον, τό, Ar. and P. μνημόσυνον, τό, P. ὑπόμνημα, τό V. μνῆμα, τό.
    Worthy of record: P. ἀξιομνημόνευτος, P. and V. ἄξιος μνήμης.
    Register: P. ἀπογραφή, ἡ, λεύκωμα, τό.
    Tables on which treaties, etc., were recorded: Ar. and P. στῆλαι, αἱ.
    Records, archives: P. and V. λόγοι, οἱ, γράμματα, τά.
    Reputation: P. and V. δόξα, ἡ.
    Feat: P. and V. γώνισμα, τό.
    ——————
    v. trans.
    Narrate: P. and V. ἐξηγεῖσθαι, διέρχεσθαι, λέγειν; see Narrate.
    Mention: P. and V. μνησθῆναι (aor. pass. of μιμνήσκειν) (gen. or περ gen.); see Mention.
    Write down: P. and V. γρφειν, ἐγγρφειν, V. δελτοῦσθαι.
    Record my words on the tablets of your mind: V. θὲς δʼ ἐν φρενὸς δέλτοισι τοὺς ἐμοὺς λόγους (Soph., frag.).
    Know this and record it in your mind: V. ταῦτʼ ἐπίστω καὶ γράφου φρενῶν ἔσω (Soph., Phil. 1325).
    Record (it) on the unforgetting tablets of your mind: V. ἐγγράφου σὺ μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν (Æsch., P.V. 789).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Record

См. также в других словарях:

  • ἔσω — to within indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έσω — και διαλεκτ. έσσω (ΑΜ ἔσω, Α και εἴσω) επίρρ. 1. (με ρήματα που δηλώνουν στάση) μέσα («η πόλις είναι κτισμένη έσω τών τειχών») 2. (με ρήματα που δηλώνουν κίνηση) προς τα μέσα («δεσμώτης ἔσω θακεῑ», Σοφ.) 3. (με το άρθρο έχει θέση επιθ. ή ουσ.) η… …   Dictionary of Greek

  • Ἔσω κλέπτην καὶ ἔσω πόρνον ὁπόσα βούλει ἐνέδρευε. — ἔσω κλέπτην καὶ ἔσω πόρνον ὁπόσα βούλει ἐνέδρευε. См. Домашнего вора не убережешься …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἐσῶ — εἰσίημι sendinto aor subj act 1st sg εἰσίημι sendinto aor subj act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕσω — ἕννυμι ves aor ind mid 2nd sg (epic) ἕννυμι ves fut ind act 1st sg ἕζομαι seat oneself aor subj act 1st sg (epic) ἕζομαι seat oneself aor ind mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσωτέρω — ἔσω to within comp ἐσώτερος innermost masc/neut nom/voc/acc dual ἐσώτερος innermost masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακουστικός πόρος — Τμήμα του αφτιού. Διακρίνονται δύο πόροι, ο έσω και ο έξω. Ο έσω πόρος είναι οστέινος σωλήνας, μήκους 1 εκ., πλάτους και ύψους 0,5 εκ. και βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό. Το έξω άκρο του αντιστοιχεί στον λαβύρινθο (έσω ους) και το έσω άκρο του …   Dictionary of Greek

  • αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… …   Dictionary of Greek

  • καρωτίδες — Αρτηρίες που μεταφέρουν το αίμα από την καρδιά στον λαιμό και στο κεφάλι. Βρίσκονται ανά τρεις στις δύο πλευρές του σώματος (δεξιά αριστερά): η κοινή, η έσω και η έξω κ. Η δεξιά κοινή κ. ξεκινά από την ανώνυμη αρτηρία και η αριστερή από το… …   Dictionary of Greek

  • αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»