-
1 Must
v.I must: use P. and V. δεῖ με, χρή με, ἀνάγκη ἐστί μοι (or omit ἐστι), ἀναγκαῖόν ἐστί μοι (or omit ἐστι).This must be the sign of Zeus descending in thunder: Ar. οὐκ ἔσθʼ ὅπως τοῦτʼ ἔστι τὸ τέρας οὐ Διὸς καταιβάτου (Pax. 42), or use P. and V. verbal in τέος.I wished first to learn what must be done: V. πρώτιστʼ ἔχρῃζον ἐκμαθεῖν τί πρακτέον (Soph., O.R. 1439).You must have drawn up this indictment to make trial of us: P. οὐκ ἔστιν ὅπως σὺ... οὐχὶ ἀποπειρώμενος ἡμῶν ἐγράψω τὴν γραφὴν ταύτην (Plat., Ap. 27E).They must be wrong: P. κινδυνεύουσιν ἁμαρτάνειν.I love my own children, else I must be mad: V. φιλῶ ἐμαυτοῦ τέκνα. μαινοίμην γὰρ ἄν (Eur., I.A. 1256).These doctrines must be harmful: P. ταῦτʼ ἂν εἴη βλαβερά (Plat., Ap. 30B).——————subs.Must of wine: Ar. τρύξ, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Must
-
2 Determine
v. trans.Decide: P. and V. δικάζειν, διαγιγνώσκειν, κρίνειν, διαιρεῖν, γιγνώσκειν, Ar. and P. διακρίνειν, V. διειδέναι.Arbitrate on: P. and V. βραβεύειν (acc.) (Eur., Hel. 996).Fix: P. and V. ὁρίζειν, διορίζειν.Appoint: P. and V. τάσσειν, προστάσσειν.Determine beforehand: V. προτάσσειν.V. intrans. Resolve (with infin.); P. and V. βουλεύειν, ἐννοεῖν, νοεῖν, P. γνώμην ποιεῖσθαι, Ar. and P. διανοεῖσθαι, ἐπινοεῖν.I have determined: P. and V. δοκεῖ μοι, δέδοκταί μοι, δεδογμένον (ἐστί) μοι (all with infin.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Determine
-
3 Have
v. trans.I have to: P. and V. δεῖ με, χρή με, ἀνάγκη ἐστί μοι.Have a person punished: use P. and V. πράσσειν ὅπως τις δώσει δίκην.Would you have me tell you? P. and V. βούλει σοὶ εἴπω; (aor. subj.).Have to wife: P. and V. ἔχειν (acc.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Have
-
4 Destine
v. trans.I am destined: P. and V. εἵμαρταί μοι (Dem. 293), V. πέπρωταί μοι (rare P.).It is destined: P. and V. χρή, χρεών, V. μόρσιμον (with or without ἐστί).Of persons or things, be likely to (with infin.): P. and V. μέλλειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Destine
-
5 Fated
adj.See Fatal.It is fated: P. and V. χρή, χρεών, V. μόρσιμον (with or without ἐστι).I am fated: P. and V. εἵμαρταί μοι, χρή με, χρεών με, V. πέπρωταί μοι.Of things or persons, be likely to: P. and V. μέλλειν (infin.).What is fated none shall ever cancel: V. ὃ χρὴ γὰρ οὐδεὶς μὴ χρεὼν θήσει ποτέ (Eur., H.F. 311).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fated
-
6 Living
adj.P. and V. ζῶν, ἔμψυχος.Breathing: P. and V. ἔμπνους, use also V. βλέπων φάος, ὁρῶν.——————subs.How is life worth living: V. τί μοι βιώσιμον.Or else he says life is not worth living: Ar. ἤ φησιν οὐ βιωτὸν αὑτῷ τὸν βίον (Pl. 197).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Living
-
7 Consent
v. intrans.P. and V. συγχωρεῖν, συναινεῖν (Plat.), συμφέρεσθαι, P. ὁμολογεῖν, ἐπαινεῖν, συνεπαινεῖν, V. νεύειν, συννεύειν, Ar. and V. ὁμορροθεῖν.Consent to P. and V. καταινεῖν (acc. or dat.), συναινεῖν (acc.) (Xen.), ἐπινεύειν (acc.), συγχωρεῖν (dat.), V. αἰνεῖν (acc.), ἐπαινεῖν (acc.).Accept: P. and V. δέχεσθαι, ἐνδέχεσθαι.——————subs.Agreement: P. ὁμολογία, ἡ.Permission: P. and V. ἐξουσία, ἡ.Get the consent of: P. and V. πείθειν (acc.).It is not with my consent: P. οὐ βουλομένῳ μοί ἐστι.I will construe your silence into consent: P. τὴν σιγήν σου συγχώρησιν θήσω (Plat., Crat. 435B).His silence gives consent: V. φασὶν σιωπῶν (Eur., Or. 1592).With one consent: Ar. ἐξ ἑνὸς λόγου (Plut., 760); see Unanimously, Together.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Consent
-
8 Engage
v. trans.Hire: Ar. and P. μισθοῦσθαι.Attack: P. and V. εἰς χεῖρας ἔρχεσθαι (dat.), συμβάλλειν (dat.), πόλεμον συνάπτειν (dat. or πρός, acc.), Ar. and V. συνίστασθαι (dat.), V. μάχην συμβάλλειν (dat.), μάχην συνάπτειν (dat.), εἰς ἀγῶνα συμπίπτειν (dat.); see Encounter.It happened in many places that two, or at some parts even more ships were perforce engaged with one: P. συνετύγχανε πολλαχοῦ... δύο περὶ μίαν καὶ ἔστιν ᾗ καὶ πλείους ναῦς κατʼ ἀνάγκην συνηρτῆσθαι (Thuc. 7, 70).Bring into conflict: P. συμβάλλειν, V. συνάγειν, συνάπτειν, συμφέρειν, P. and V. ἀντιτάσσειν, Ar. and V. ἀντιτιθέναι.Betroth: see Betroth.V. intrans. Promise, undertake: P. and V. ὑπισχνεῖσθαι, ὑφίστασθαι, ἐπαγγέλλεσθαι, V. ὑπίσχεσθαι, P. ὑποδέχεσθαι, Ar. and P. ἐγγυᾶσθαι; see Promise.Engage in, be engaged in: Ar. and P. πραγματεύεσθαι (acc., or περί, acc. or gen.). διατρίβειν (περί, acc. or gen., or πρός, acc.), P. and V. σπουδάζειν (acc., or περί, acc. or gen.).I am engaged: P. ἀσχολία μοί ἐστι.Manage: P. and V. πράσσειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Engage
-
9 Point
subs.Sharp end of anything: Ar. and V. ἀκμή, ἡ (Eur., Supp. 318).Point of a spear: P. and V. λογχή, ἡ (Plat., Lach. 183D).Point of an arrow: V. γλωχίς, ἡ.Goad: P. and V. κέντρον, τό.Sharp point of rock: V. στόνυξ, ὁ (Eur., Cycl.).Since the land about Cynossema has a conformation coming to a sharp point: P. τοῦ χωρίου τοῦ περὶ τὸ Κυνὸς σῆμα ὀξεῖαν καὶ γωνιώδη τὴν περιβολὴν ἔχοντος (Thuc. 8, 104).Meaning: P. διάνοια, ἡ; see Meaning.Lead from the point: P. ἀπάγειν ἀπὸ τῆς ὑποθεσέως (Dem. 416), or simply P. and V. πλανᾶν.Miss the point: P. and V. πλανᾶσθαι.Beside the point: P. ἔξω τοῦ πράγματος (Dem. 1318), Ar. and P. ἔξω τοῦ λόγου.To the point: P. πρὸς λόγον.There is no point in: P. οὐδὲν προὔργου ἐστί (with infin.).Question in discussion: P. and V. λόγος, ὁ.Disputed points: P. τὰ διαφέροντα, τὰ ἀμφίλογα.It is a disputed point: P. ἀμφισβητεῖται.The chief point: P. τὸ κεφάλαιον.A fresh point: P. and V. καινόν τι.I hear this is his chief point of defence: P. ἀκούω... τοῦτο μέγιστον ἀγώνισμα εἶναι (Lys. 137, 8).Highest point, zenith: P. and V. ἀκμή, ἡ.Be at its highest point, v.: P. also V. ἀκμάζειν.Make a point, score a point ( in an argument): P. and V. λέγειν τι.Herein you give us a point ( advantage) as in draughts: V. ἓν μεν τοδʼ ἡμῖν ὥσπερ ἐν πεσσοῖς δίδως κρεῖσσον (Eur., Supp. 409).Turning point in a race-course: P. and V. καμπή, ἡ.To make known the country's weak points: P. διδάσκειν ἃ πονηρῶς ἔχει τῶν πραγμάτων (Lys. 143, 7).Strong points: P. τὰ ἰσχυρότατα (Thuc. 5, 111).Weak points: P. τὰ σαθρά (Dem. 52).The weak point in the walls: V. τὸ νόσουν τειχέων (Eur., Phoen. 1097).Point of view: P. and V. γνώμη, ἡ, δόξα, ἡ.Point of conscience: P. and V. ἐνθύμιον, τό.At this point: P. and V. ἐνθάδε.From that point: P. and V. ἐντεῦθεν, ἐνθένδε.Up to this point: P. μέχρι τούτου.I wish to return to the point from which I digressed into these subjects: P. ἐπανελθεῖν ὁπόθεν εἰς ταῦτα ἐξέβην βούλομαι (Dem. 298).I return to the point: P. ἐκεῖσε ἐπανέρχομαι (Dem. 246).In one point perplexity has assailed me: V. ἔστιν γὰρ ᾗ ταραγμὸς ἐμπέπτωκέ μοι (Eur., Hec. 857).Be on the point of be about to: P. and V. μέλλειν (infin.).Whom I am on the point of seeing killed: V. ὃν... ἐπʼ ἀκμῆς εἰμὶ κατθανεῖν ἰδεῖν (Eur., Hel. 896). Make a point of, see to it that: P. ἐπιμέλεσθαι ὅπως (fut. indic. or aor. subj.).——————v. trans.Sharpen at the end: V. ἐξαποξύνειν (Eur., Cycl.).Direct: P. and V. τείνειν.Point out or point to: P. and V. δεικνύναι, ἐπιδεικνύναι, ἀποδεικνύναι, V. ἐκδεικνύναι. Ar. and P. φράζειν; see Show.Make known: P. and V. διδάσκειν.It is impossible that the oracle points to this, but to something else more important: Ar. οὐκ ἔσθʼ ὅπως ὁ χρησμὸς εἰς τοῦτο ῥέπει ἀλλʼ εἰς ἕτερόν τι μεῖζον (Pl. 51).The cruel violence to his eyes was the work of heaven to point the moral to Greece: V. αἱ θʼ αἱματουργοὶ δεργμάτων διαφθοραί θεῶν σόφισμα κἀπίδειξις Ἑλλάδι (Eur., Phoen. 870).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Point
-
10 Seeking
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Seeking
См. также в других словарях:
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek
πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… … Dictionary of Greek
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek
άκος — ἄκος ( ως), το (Α) 1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό 2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή 3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού 4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους,… … Dictionary of Greek
αμελής — (I) ές (Α ἀμελής) αυτός που δεν φροντίζει, που παραμελεί, που αδιαφορεί για τους άλλους ή τα προβλήματά του, αδιάφορος, αμέριμνος, ανέμελος, ράθυμος αρχ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν φροντίζει κανείς, ο παραμελημένος 2. φρ. «ἀμελῶς ἔχω πρός τι»,… … Dictionary of Greek
εκούσιος — α, ο (AM ἑκούσιος, α, ον και ἐκούσιος, ον) αυτός που γίνεται με τη θέλησή του, ο ηθελημένος αρχ. 1. αυτός που ενεργεί με ελεύθερη βούληση 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑκούσια πράξεις εθελοντικές 3. (απρσ.) «ἑκούσιόν ἐστί μοι» είμαι πρόθυμος για… … Dictionary of Greek
θέλημα — το (AM θέλημα, Μ και θέλημαν) [θέλω] θέληση, επιθυμία («γενηθήτω το θέλημά σου») νεοελλ. 1. μικρή εκδούλευση, εκτέλεση παραγγελίας ή μεταφοράς φορητού πράγματος, μικρή εξυπηρέτηση («κάνε μου ένα θέλημα») 2. παροιμ. «πηγαίνει νιος στο θέλημα κι… … Dictionary of Greek
μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… … Dictionary of Greek
σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… … Dictionary of Greek
σπουδαίος — α, ο / σπουδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ. και για πράγμ.) άξιος μεγάλης προσοχής, σημαντικός, εξαίρετος (α. «σπουδαίος άνθρωπος» β. «σπουδαίο έργο» γ. «οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῑς διαγορευόμενοι φαῡλοι καὶ σπουδαῑοι», Πλάτ. δ. «δώρον οὐ σπουδαῑον εἰς … Dictionary of Greek
τέρψη — η / τέρψις, εως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. ιος Α [τέρπω] 1. ευχαρίστηση, ηδονή 2. χαρά, ευφροσύνη νεοελλ. διασκέδαση, ψυχαγωγία αρχ. φρ. «τέρψις ἔστι μοι» (με απαρμφ.) είναι τέρψη μου, αισθάνομαι χαρά που... (Σοφ.) … Dictionary of Greek