Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἔστησαν

  • 1 Cast

    v. trans.
    P. and V. βάλλειν, ῥίπτειν, φιέναι, μεθιέναι (rare P.), Ar. and V. έναι, V. δικεῖν ( 2nd aor.), ἰάπτειν; see Throw.
    Be cast in damages: Ar. and P. ὀφλισκνειν.
    Cast in one's mind: see Ponder.
    Cast lots: P. and V. κληροῦσθαι; see Lot.
    No lot was cast: V. κλῆρος... οὐκ ἐπάλλετο (Soph., Ant. 396).
    Cast metal: Ar. χοανεύειν (absol.); see Mould.
    Cast a vote: P. and V. ψῆφον φέρειν, ψῆφον τθεσθαι; see Vote.
    Cast about: see Scatter.
    Cast about for: see Seek.
    Cast around: P. and V. περιβάλλειν.
    Cast ( glances) around: V. κυκλοῦν διαφέρειν; see Roll.
    They stood upright and cast glances around: ἔστησαν ὀρθαὶ καὶ διήνεγκαν κόρας (Eur., Bacch. 1087).
    Cast ashore: see under Ashore.
    Cast aside: P. and V. ποβάλλειν, ἐκβάλλειν, πορρίπτειν, μεθιέναι, φιέναι, V. ἐκρίππειν.
    Lose wilfully: P. and V. ποβάλλειν, P. προΐεσθαι.
    Reject: P. and V. πωθεῖν (or mid.), παρωθεῖν (or mid.), διωθεῖσθαι; see Reject.
    Cast away: P. and V. ποβάλλειν, πορρίπτειν; see cast aside.
    Cast down: P. and V. καταβάλλειν, V. καταρρίπτειν; see throw down.
    Cast down upon: V. ἐγκατασκήπτειν (τί τινι), ἐπεμβάλλειν (τι).
    Bring low: P. and V. καθαιρεῖν, V. καταρρέπειν, κλνειν.
    Be cast down: met., P. and V. θυμεῖν, V. δυσθυμεῖσθαι.
    Cast in: P. and V. εἰσβάλλειν, ἐμβάλλειν; see throw in.
    Cast in one's teeth: P. and V. ὀνειδίζειν (τί τινι).
    Cast off: see cast aside, throw off.
    V. intrans. Of a ship: P. and V. παίρειν, νγεσθαι.
    Cast on: P. and V. ἐπιβάλλειν (τί τινι).
    Cast out: P. and V. ἐκβάλλειν, ἐξωθεῖν, ποβάλλειν, πωθεῖν, πορρίπτειν, V. ἐκρίπτειν.
    Cast out as a prey to dogs and birds: κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θʼ ἕλωρ (Soph., Aj. 830).
    Be cast out: P. and V. ἐκπίπτειν, V. ἐκπίτνειν.
    Cast up: P. and V. νιέναι, ναδιδόναι (Eur., frag.); see throw up.
    Reckon: P. and V. λογίζεσθαι.
    Of the sea: see cast ashore, under Ashore.
    Cast up in one's teeth: P. and V. ὀνειδίζειν (τί τινι).
    ——————
    subs.
    Act of throwing: P. ῥῖψις, ἡ.
    Throw, range: P. and V. βολή, ἡ.
    Of the dice: V. βλῆμα, τό, βολή, ἡ; see Throw.
    Of a quoit: V. δίσκημα, τό (Soph., frag.).
    Casting of a vote: P. and V. ψήφου φορά, ἡ.
    Of a net in fishing: V. βόλος, ὁ.
    The man approaches within range of our cast: V. ἁνὴρ εἰς βόλον καθίσταται (Eur., Bacch. 847).
    Cast in metal: P. and V. τπος, ὁ.
    Shape, character: P. and V. τπος, ὁ, σχῆμα, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cast

  • 2 Face

    subs.
    P. and V. πρόσωπον, τό, ὄψις, ἡ; in V. also use ὀφθαλμός, ὁ, ὄμμα, τό.
    Face of a wall, etc.: P. μέτωπον, τό.
    The front of anything: use P. and V. τὸ πρόσθεν, P. τὸ ἔμπροσθεν.
    Of an army: P. and V. μέτωπον, τό (Xen.).
    With beautiful face, adj.: Ar. and P. εὐπρόσωπος (Plat.); see Beautiful.
    Face to face: use adj., P. and V. ἐναντίος, V. ἀντίος (Plat., Tim. 43E, but rare P.), ἀντήρης; adv., P. and V. ἐναντίον, V. κατὰ στόμα (also Xen.).
    When brought face to face with the crisis: V. καταστὰς εἰς ἀγῶνʼ ἐναντίον (Eur., frag.).
    Lurking in secret or engaging him face to face: V. κρυπτὸς καταστὰς ἢ κατʼ ὄμμʼ ἐλθὼν μάχῃ (Eur., And. 1064).
    Face to face with: P. and V. κατὰ στόμα (gen.)
    To one's face: P. κατʼ ὀφθαλμούς (Xen.), V. κατʼ ὄμμα, κατʼ ὄμματα (Eur., Or. 288), P. and V. ἐναντίον.
    In face of, in consideration of, prep.: P. and V. πρός (acc.).
    They stood shaking their spears in the face of the foe: V. ἔστησαν ἀντιπρῷρα σείοντες βέλη (Eur., El. 846).
    On one's face, face forward: V. πρηνής.
    Look in the face: P. and V. βλέπειν εἰς (acc.), V. ἐναντίον βλέπειν (acc.), προσβλέπειν ἐναντίον (acc.), ἀντιδέρκεσθαι (acc.), Ar. βλέπειν ἐναντία (Eq. 1239) (absol.).
    Do you then lift up your voice and dare to look these men in the face? P. εἶτα σὺ φθέγγει καὶ βλέπειν εἰς τουτωνὶ πρόσωπα τολμᾷς; (Dem. 320).
    What face can I show to my father? V. ποῖον ὄμμα πατρὶ δηλώσω; (Soph., Aj. 462).
    Have the face to (with infin.): P. and V. τολμᾶν (infin.), ἀξιοῦν (infin.), P. ἀποτολμᾶν (infin.), Ar. and V. τλῆναι (infin.) ( 2nd aor. of τλᾶν).
    ——————
    v. trans.
    Endure: P. and V. πέχειν, φίστασθαι, αἴρεσθαι, P. ὑπομένειν, V. καρτερεῖν, ἐγκαρτερεῖν; see Endure.
    Have no fear of: P. and V. θαρσεῖν (acc.).
    Dare: P. and V. τολμᾶν (Eur., H.F. 307).
    Oppose: P. and V. ἀνθίστασθαι (dat.), ἐναντιοῦσθαι (dat.); see Oppose.
    Meet in battle: P. and V. παντᾶν (dat.), συμβάλλειν ( dat), ἀντιτάσσεσθαι (dat.); see Meet.
    Be opposite: P. ἐξ ἐναντίας καθίστασθαι (Thuc. 4, 33).
    Look towards ( of situation): P. ὁρᾶν πρός (acc.), βλέπειν πρός (acc.) (Xen.).
    Face south: P. πρὸς νότον τετράφθαι (perf. pass. of τρέπειν) (Thuc. 2, 15).
    Face round: P. and V. μεταστρέφεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Face

См. также в других словарях:

  • ἔστησαν — ἵστημι make to stand aor ind act 3rd pl ἵστημι make to stand aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄστησαν — ἔστησαν , ἵστημι make to stand aor ind act 3rd pl ἔστησαν , ἵστημι make to stand aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • στήνω — και στένω και σταίνω Ν 1. βάζω κάτι όρθιο, τοποθετώ κάτι με τρόπο ώστε να στέκεται όρθιο («στήνω το κοντάρι τής σημαίας») 2. εγκαθιστώ, ανεγείρω («οι σεισμόπληκτοι έστησαν καλύβες») 3. ιδρύω («μαζεύτηκαν οι τρεις τους και έστησαν μια εταιρεία») 4 …   Dictionary of Greek

  • Αντιφάνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αγαλματοποιός (5ος αι. π.Χ.). Προερχόταν από τον δήμο Κεραμέων. Στο Ερέχθειο μνημονεύεται ως κατασκευαστής ανάγλυφου ηνίοχου με τον δίφρο του. 2. Αργείος χαλκοπλάστης (τέλη 5ου – μέσα 4ου αι. π.Χ.). Περίφημος …   Dictionary of Greek

  • Αρμόδιος και Αριστογείτων — (6ος αι. π.Χ.). Αθηναίοι πολίτες, που το 514 π.Χ. σκότωσαν τον Ίππαρχο, τον νεότερο από τους γιους του τυράννου Πεισιστράτη, οι οποίοι κυβερνούσαν την Αθήνα μετά τον θάνατο του πατέρα τους. Κατάγονταν και οι δύο από τον δήμο των Αφιδνών της… …   Dictionary of Greek

  • Υρνηθώ — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του βασιλιά Τημένη του Άργους, που ήταν ένας από τους Ηρακλείδες. Ο πατέρας της την αγαπούσε περισσότερο από τους γιους του, την πάντρεψε με τον αγαπητό του σύμβουλο και βοηθό στρατηγό Δηιφόντη και σκόπευε να την κάνει… …   Dictionary of Greek

  • στήνω — έστησα, στήθηκα, στημένος 1. ορθώνω κάτι, κάνω κάτι να σταθεί όρθιο: Έστησαν χριστουγεννιάτικο δέντρο στη μέση του σαλονιού. 2. συναρμολογώ: Έστησαν τις μηχανές στο εργοστάσιο. 3. «Στήνω ενέδρα», ενεδρεύω. «Στήνω καβγά», καβγαδίζω. 4. μτφ., αφήνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Homeric Greek — is the form of Ancient Greek that was used by Homer in the Iliad and Odyssey. It is an archaic version of Ionic Greek, with admixtures from certain other dialects, such as Aeolic Greek. It later served as the basis of Epic Greek, the language of… …   Wikipedia

  • Religion grecque (culte) — Religion grecque antique (culte) Dans les formes cultuelles adoptées par la religion grecque antique, les principaux rites sont les prières, les offrandes, les sacrifices, les fêtes publiques et les jeux [1]. Ces rites ne s excluent pas, au… …   Wikipédia en Français

  • Religion grecque antique (culte) — Dans les formes cultuelles adoptées par la religion grecque antique, les principaux rites sont les prières, les offrandes, les sacrifices, les fêtes publiques et les jeux[1]. Ces rites ne s excluent pas, au contraire : une offrande s… …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»