Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἔργων

  • 1 собрание

    собрание с 1) η συνέλευση, η συγκέντρωση 2) (коллекция, тж. лит.) η συλλογή; \собрание сочинений η συλλογή έργων
    * * *
    с
    1) η συνέλευση, η συγκέντρωση
    2) (коллекция, тж. лит.) η συλλογή

    собра́ние сочине́ний — η συλλογή έργων

    Русско-греческий словарь > собрание

  • 2 драматургия

    θ.
    δραματουργία. || το σύνολο των δραματικών έργων. || θεωρία συγγραφής δραματικών έργων.

    Большой русско-греческий словарь > драматургия

  • 3 жанр

    1. (род произведений) иск. το είδος των έργων τέχνης 2. (манера, стиль) о τρόπος, ο τύπος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жанр

  • 4 реставратор

    1. (специалист по реставрации) о συντηρητής έργων τέχνης 2. (сторонник восстановления старого, свергнутого политического строя) о παλινορ-θωτής.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > реставратор

  • 5 салон

    1. (гостиная, зал) το σαλόνι 2. (напр. самолёта, автобуса) о χώρος των επιβατών 3. (напр. литературный) η λέσχη 4. (зал для демонстрации и продажи предметов торговли) το εκθετήριο, η εκθεσιακή αίθουσα
    художественный - έργων τέχνης, η πινακοθήκη
    η γκαλερί (ξεν.)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > салон

  • 6 фантаст

    литер. о συγγραφέας έργων επιστημονικής φαντασίας.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фантаст

  • 7 капитальный

    капитальный
    прил κεφαλαιώδης, κύριος, βασικός; \капитальныйая стена ὁ τοίχος ὑποστήριξης, τό βασικό τοίχωμα κτιρίου· \капитальный труд τό κεφαλαιώδες ἔργο· \капитальный ремонт ἡ γενική ἐπισκευή· \капитальныйое строительство οίκοδόμηση ἐπιχειρήσεων, δημοσίων ἐργων \капитальныйое вложение см. капиталовложение.

    Русско-новогреческий словарь > капитальный

  • 8 сочинение

    сочин||ение
    с
    1. (действие) ἡ σύνθεση[-ις], ἡ σύνταξη [-ις], τό γράψιμο·
    2. (произведение) τό ἔργο[ν] (литературное)/ ἡ σύνθεση [-ις] (музыкальное):
    по́лное собрание \сочинениеений τά ἄπαντα· избранные \сочинениеения τά διαλεχτά ἔργα, ἡ ἐκλογή ἐργων
    3. (школьное) ἡ ἔκθεση [-ις]·
    4. грам-. ἡ παρατακτική σύνταξη [-ις].

    Русско-новогреческий словарь > сочинение

  • 9 omnibus

    ['omnibəs]
    1) (a large book containing a number of books, stories etc: a Jane Austen omnibus; ( also adjective) an omnibus edition of Jane Austen's novels.) συλλογή έργων
    2) (an old word for a bus.) λεωφορείο

    English-Greek dictionary > omnibus

  • 10 quantity surveyor

    (a person who is responsible for estimating the quantities of building materials needed for constructing something, and their probable cost.) επιμετρητής (τεχνικών έργων)

    English-Greek dictionary > quantity surveyor

  • 11 вандал

    α.
    1. Βάνδαλος.
    2. καταστροφέας έργων τέχνης. || απολίτιστος, καθυστερημένος.

    Большой русско-греческий словарь > вандал

  • 12 иллюстрировать

    -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. иллюстрированный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ.κ.σ.μ. εικονογραφώ (βιβλίο, περιοδικό). || μτφ.
    επεξηγώ•

    иллюстрировать свои доказательства цитатами επεξηγώ τη μαρτυρία μου με περικοπές έργων.

    || εικονογραφούμαι. || μτφ.
    επεξηγούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > иллюстрировать

  • 13 капитальный

    επ.
    κεφαλαιώδης, βασικός,κύριος•

    капитальный вопрос κύριο ζήτημα•

    -ая мысль κύρια ιδέα.

    || γενικός•

    капитальный счёт γενικός λογαριασμός.

    || γερός, σταθερός, στέρεος•

    -ое произведение γερό έργο.

    εκφρ.
    - ые вложения – επενδύσεις κεφαλαίων•
    капитальный ремонт – γενική επισκευή•
    - ая стена – τοίχος αντιστήριξης•
    - ое строительство – κατασκευή δημοσίων έργων.

    Большой русско-греческий словарь > капитальный

  • 14 каторжный

    επ.
    1. καταναγκαστικός, των κατ έργων•

    -ые работы καταναγκαστικά έργα.

    2. μτφ. βαρύς, αβάσταχτος, ανυπόφορος, τυραννικός•

    каторжный труд βάναυση δουλειά.

    3. ως ουσ. α. к.е.-ая παλ. βλ. каторжанин
    -ка.

    Большой русско-греческий словарь > каторжный

  • 15 комплексный

    επ.
    σύνθετος, πολύπλοκος, συνδυασμένος• συναπαρτισμένος.
    εκφρ.
    - ая бри-гида – μπριγάδα όλων των ειδικοτήτων (οικοδομικών έργων κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > комплексный

  • 16 местный

    επ.
    1. τοπικός•

    местный обычай τοπική συνήθεια (έθιμο)•

    местный говор διάλεκτος, τοπολαλιά;

    2. μερικός, μη γενικός•

    -ое явление τοπικό φαινόμενο•

    местный наркоз τοπική νάρκωση•

    -ые органы власти τοπικά όργανα εξουσίας•

    -ая газета τοπική εφημερίδα•

    -ое самоуправление τοπική αυτοδιοίκηση•

    -го значения τοπικής σημασίας.

    || εγχώριος, ντόπιος•

    -ые товары εγχώρια εμπορεύματα•

    -ое население ντόπιος πληθυσμός.

    εκφρ.
    - ое время – τοπική ώρα•
    местный колорит – τοπική χροιά (έργων τέχνης)•
    местный падеж – (γραμμ.) τοπική (προθετική) πτώση.

    Большой русско-греческий словарь > местный

  • 17 нотный

    επ. (μουσ.) της νότας, των φθογγόσημων•

    -ая тетрадь τετράδιο μουσικής•

    нотный магазин κατάστημα μουσικών έργων•

    нотный знак νότα, φθγγόσημο•

    -ая бумага χαρτί μουσικής, πεντάγραμμο.

    Большой русско-греческий словарь > нотный

  • 18 отзыв

    α.
    1. (отзыв κ. отзыв) ανάκληση•

    отзыв дипломатического представителя ανάκληση διπλωματικού αντιπροσώπου.

    2. απάντηση, απόκριση σε κλήση. || παλ. βλ. отзвук(1 σημ.).
    3. μτφ. απήχηση• εντύπωση.
    4. κρίση γνώμη•

    по -ам товарищей он работник отличный κατά τη γνώμη των συντρόφων αυτός είναι υπέροχος εργάτης.

    || κριτική (πνευματικών, καλλιτεχνικών έργων).
    5. (στρατ.) το παρασύνθημα.

    Большой русско-греческий словарь > отзыв

  • 19 перелавливать

    ρ.δ.
    βλ. переловить.
    συλλαμβάνομαι, πιάνομαι (για όλους, πολλούς).. перелавливать перелагатель
    α. παλ.
    διερμηνέας μεταφραστής.
    - διασκευαστής φιλολογικών ή μουσικών έργων.

    Большой русско-греческий словарь > перелавливать

  • 20 работа

    θ.
    1. εργασία, δουλειά.• физическая работа χειρονακτική (σωματική) εργασία•

    умственная работа πνευματική εργασία•

    научная επιστημονική εργασία•

    тяжлая работа βαριά δουλειά.• лгкая работа ελαφριά δουλειά.• чрная χοντροδουλειά•

    женская работа γυναικεία δουλειά.

    2. πλθ. -ы εργασίες, δουλειές, έργα•

    полевые -ы αγροτικές δουλειές•

    принудительные -ы καταναγκαστικά έργα•

    фортификационные -ы οχυρωματικά έργα•

    мелиоративные -ы εγ-γειοβελτικά έργα•

    каторжные -ы τα κάτεργα.

    || υπηρεσία, εργασία, δουλειά•

    поступить на -у πιάνω δουλειά.• снять с -ы απολύω από τη δουλειά•

    сельскохозяйственные -ы γεωργικές εργασίες•

    раздать всем -у δίνω σ' όλους δουλειά.• быть без -ы είμαι χωρίς δουλειά, είμαι άνεργος•

    искать -у ψάχνω (να βρω δουλειά).

    3. έργο•

    печатные -ы δημοσιευμένα έργα•

    дипломная работа πτυχιακή εργασία (μελέτη)•

    выставка работ художника έκθεση έργων ζωγράφου•

    прочная работа στέρεα (γερή) δουλειά.

    εκφρ.
    брать (взять) на -у а) – προσλαμβάνω στη δουλειά, β) δουλεύω κάποιον, κάνω του χεριού μου, υπατακτικό.

    Большой русско-греческий словарь > работа

См. также в других словарях:

  • ἔργων — ἔργνυμι pres part act masc nom sg (epic) ἔργον weorc neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Μιχαλαριάς, Σταύρος — (Αθήνα 1943 –). Συντηρητής και έμπορος έργων τέχνης. Ασχολήθηκε με την εκμάθηση τεχνικών της βυζαντινής αγιογραφίας σε νεαρή ηλικία και το 1960 ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως συντηρητής τέχνης στο Βυζαντινό Μουσείο. Έπειτα από πέντε χρόνια, με… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • στατική — I Τμήμα της μηχανικής που μελετά τις συνθήκες ισορροπίας των σωμάτων. Οι πρώτες μελέτες επί της ισορροπίας γεννήθηκαν από πρακτικές ανάγκες και οι πρώτες γνωστές σαφείς έννοιες αναφέρονται στη χρήση του μοχλού. Η επιστημονική διερεύνηση του… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»