-
1 εντιμος
21) (высоко) ценимый, ценный(νόμισμα Plat.; ἀγαθά Arst.)
τὰ τῶν θεῶν ἔντιμα Soph. — угодное богам2) чтимый, почитаемый, уважаемый(τινι Soph. и παρά τινι Plat.)
οἱ ἔντιμοι Xen., Arst. — знатные люди, знать3) почетный(χώρα Plat.; τάξις Plut.)
4) почтительныйκλέος καὴ ἔ. λόγος Plat. — слава и честь
-
2 ἔντιμος
{прил., 5}1. ценный, драгоценный;2. чтимый, почетный, уважаемый.Ссылки: Лк. 7:2; 14:8; Флп. 2:29; 1Пет. 2:4, 6. LXX: 1935 ( דוֹה).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἔντιμος
-
3 έντιμος
{прил., 5}1. ценный, драгоценный;2. чтимый, почетный, уважаемый.Ссылки: Лк. 7:2; 14:8; Флп. 2:29; 1Пет. 2:4, 6. LXX: 1935 ( דוֹה).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > έντιμος
-
4 έντιμος
η, ρ [ος, ον ]1) честный, благородный; 2) почтенный, почитаемый, уважаемый; 3) почётный -
5 ἔντιμος
1. ценный, драгоценный; 2. чтимый, почетный, уважаемый; LXX: (הוֹד).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔντιμος
-
6 ἔντιμος
ἔν|τιμος, ον почтенный, почитаемый -
7 ἔντιμος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἔντιμος
-
8 ἔντιμος
2 почитаемый, уважаемый -
9 1784
{прил., 5}1. ценный, драгоценный;2. чтимый, почетный, уважаемый.Ссылки: Лк. 7:2; 14:8; Флп. 2:29; 1Пет. 2:4, 6. LXX: 1935 ( דוֹה).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1784
См. также в других словарях:
Ἔντιμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έντιμος — (6ος; αι. π. Χ.). Ένας από τους οικιστές της Γέλας, στη Σικελία. Ήταν αρχηγός των Κρητών και ταξίδεψε μαζί με τον Ρόδιο Αντίφημο, 45 χρόνια μετά την κτίση των Συρακουσών. * * * η, ο (AM ἔντιμος, ον) Ι. αυτός τον οποίο τιμούν και επαινούν νεοελλ.… … Dictionary of Greek
ἔντιμος — ἔντῑμος , ἔντιμος in honour masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έντιμος — η, ο επίρρ. α 1. που είναι σε τιμή, τιμημένος. 2. τίμιος, ηθικός, ευσυνείδητος. 3. που γίνεται σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της τιμής: Έντιμη πράξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βίος, έντιμος — Στο δίκαιο, ο πριν από την παράνομη πράξη έ.β. είναι λόγος μείωσης της ποινής. Επίσης, λαμβάνεται υπόψη για την αποκατάσταση εκείνων που έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα μετά από ποινική καταδίκη … Dictionary of Greek
Ἐντίμου — Ἔντιμος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐντίμῳ — Ἔντιμος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔντιμε — Ἔντιμος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔντιμον — Ἔντιμος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντιμότερον — ἐντῑμότερον , ἔντιμος in honour adverbial comp ἐντῑμότερον , ἔντιμος in honour masc acc comp sg ἐντῑμότερον , ἔντιμος in honour neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… … Dictionary of Greek