Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ἔλεός+με

  • 1 пощада

    поща́д||а
    ж τό ἔλεος, ἡ χάρη [-ις], ὁ οίκτος:, без \пощадаы ἀλύπητα, χωρίς ἔλεος, ἀνελέητα, ἀδυσώπητα· просить \пощадаы ζητώ χάριν, ζητώ ἔλεος· не давать, никому́ \пощадаы δέν δείχνω ἔλεος σέ κανένα.

    Русско-новогреческий словарь > пощада

  • 2 пощада

    пощада ж η χάρη, το έλεος
    * * *
    ж
    η χάρη, το έλεος

    Русско-греческий словарь > пощада

  • 3 милость

    θ.
    1. καλοσύνη, αγαθότητα, φιλανθρωπία. || συμπόνια, οίκτος, λύπη• έλεος, ευσπλαχνία•

    по -и Божией παλ. ελέω θεού•

    по -и ή из -и από οίκτο (λύπη).

    || χάρη•

    просить -и ζητώ (να μου δοθεί) χάρη.

    2. αγαθοεργία, ευεργεσία. || ελεημοσύνη.
    3. εύνοια, εμπιστοσύνη•

    быть у кого в -и έχω την εμπιστοσύνη•

    выйти из -и χάνω την εμπιστοσύνη.

    εκφρ.
    по -и – α) χάρη σε κάποιον, β) από φταίξιμο κάποιου•
    ваша милость – η χάρη σας•
    - ью Божиейπαλ. θείο δώρο, θεϊκό χάρισμα (για ταλέντο)•
    милость просим (прошу) – σας παρακαλώ•
    сделайте милость – α) κάντε μου τη χάρη. β) παρακαλώ•
    скажите на милость – πέστε μου παρακαλώ•
    сдаваться на милость победителя – παραδίνομαι στο έλεος του νικητή.

    Большой русско-греческий словарь > милость

  • 4 пощада

    θ.
    έλεος, οίκτος, λύπη, λύπηση•

    просить -ы ζητώ έλεος•

    без -ы αλύπητα•

    никакой -ы врагам καμιά λύπηση στους εχθρούς.

    Большой русско-греческий словарь > пощада

  • 5 взмолиться

    взмолиться
    сов ἰκετεύω, ἐκλιπαρώ, καθικετεύω:
    \взмолитьсяο пощаде ζητώ χάρη (или ἔλεος).

    Русско-новогреческий словарь > взмолиться

  • 6 милосердие

    милосерд||ие
    с ἡ εὐσπλαγχνία, τό ἔλεος:
    проявлять \милосердие εὐσπλαγχνίζομαι, ἐλεῶ.

    Русско-новогреческий словарь > милосердие

  • 7 милость

    ми́лост||ь
    ж
    1. (великодушие) ἡ ἐδνοια, ἡ εὐμένεια / ἡ χάρις (пощада)/ ἡ καλω-σύνη (одолжение):
    оказывать \милость кому́-либо κά(μ)νω χάρη σέ κάποιον из \милостьи ἀπό οίκτο· сделай \милость, помолчи κάνε μου τήν χάρη νά σωπάσεις·
    2. (расположение) разг ἡ συμπάθεια:
    попа́сть в \милость к кому-либо ἀποκτώ τήν συμπάθεια κάποιου· ◊ сда́ться на \милость победителя παραδίδομαι είς τό ἐλεος τοῦ νικητή· \милостьи просим καλώς ήλθατε, καλώς ὁρίσατε· по чьей-л, \милостьи ἐξ αίτίας κάποιου· скажите на \милость1 разг ἄλλο πάλι τοῦτο!

    Русско-новогреческий словарь > милость

  • 8 молить

    молить
    несов Ικετεύω, καθικετεύω, ἐπικαλοϋμαι:
    \молить о пощйде ἐπικαλοῦμαι τό ἐλεος.

    Русско-новогреческий словарь > молить

  • 9 судьба

    судьб||а
    ж ἡ μοίρα, ἡ τύχη, τό πεπρωμένο[ν], ἡ είμαρμένη· ◊ какими \судьбаа-ми? разг πως ἐτυχες ἐδώ;· волею судеб (или судьбы) разг τἄφερε ἡ τύχη· благодарить \судьбау εὐχαριστώ τήν τύχη· бросить кого́-л. на произвол \судьбаы ἀφήνω κάποιον στό ἔλεος τής τύχης· распоряжаться собственной \судьбао́й εἶμαι κύριος τής τύχης μου.

    Русско-новогреческий словарь > судьба

  • 10 милосердие

    [μιλασιέρντιιε] ουσ. ο. έλεος ευσπλαγχνία

    Русско-греческий новый словарь > милосердие

  • 11 милосердие

    [μιλασιέρντιιε] ουσ ο έλεος ευσπλαγχνία

    Русско-эллинский словарь > милосердие

  • 12 милосердие

    ουδ.
    ευσπλαχνία, έλεος, οίκτος, λύπη, πονοψυχιά, ψυχοπονιά.
    εκφρ.
    без -я – άσπλαχνα, ανηλέητα, αλύπητα, χωρίς οίκτο•
    сестра -яπαλ. νοσοκόμα, αδελφή•
    брат -яπαλ. νοσοκόμος.

    Большой русско-греческий словарь > милосердие

  • 13 молить

    молю, молишь
    ρ.δ. παρακαλώ, ικετεύω.
    εκφρ.
    Бога молить за кого – παρακαλώ το Θεό για κάποιον•
    молить о пощаде – ζητώ έλεος.
    1. προσεύχομαι.
    2. προσκυνώ. || λατρεύω, θαυμάζω.

    Большой русско-греческий словарь > молить

  • 14 нагота

    θ.
    1. γυμνότητα, γύμνια.
    2. μτφ. ανεπάρκεια εφοδίων, φτώχεια, πενιχρότητα.
    εκφρ.
    нагота и босота – φτώχεια με το σακκί ή φτώχεια και το μέγα έλεος•
    во всей (своей) - – στη γυμνή αλήθεια (χωρίς επιτηδεύσεις, ωραιοποιήσεις και φτιασίδια).

    Большой русско-греческий словарь > нагота

  • 15 небо

    -а, πλθ. небеса, -бс, -ам ουδ. ουρανός•

    голубое небо γαλάζιος ουρανός•

    поднять глаза к -у σηκώνω τα μάτια στον ουρανό•

    облачное небо συννεφιασμένος ουρανός.

    εκφρ.
    это как небо от земли – αυτό απέχει όσο ο ουρανός από τη γη•
    превозносить кого до -бс – αποθεώνω, ανεβάζω στα.ουράνια• ;,на седьмом -е быть ή чувствовать себя κολυμπώ (πλέω) σε πελάγη ευτυχίας•
    -у жарко (будет, станетκ.τ.τ.) θα (τον, την κ.τ.τ.) πιάσει η ζάλη (για εργασία, δράση κ.τ.τ.)•
    как (будто, точно) с -а – σα να έπεσε από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος (απροσδόκητη εμφάνιση, συμβάν)•
    (отличаться) как небо от земли; небо и земля; земля и небо – διαφέρω ή απέχω όσο ο ουρανός από τη γη•
    между -ом и землёй – είμαι επι ξύλου κρεμάμενος ή στο έλεος του Θεού•
    попасть пальцем в небо – αστοχώ, λαθεύω, πατώ την αγκινάρα•
    упасть ή сойти с -а на землю – ανανήφω, προσγειώνομαι, αποκτώ το αίσθημα της πραγματικότητας.

    Большой русско-греческий словарь > небо

  • 16 оставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. αφήνω, ξεχνώ•

    я -ил деньги дома άφησα τα χρήματα στο σπίτι.

    || βάζω, θέτω•

    оставить в недоумении αφήνω σε αμηχανία.

    || αφήνω•

    оставить ученика на второй год αφήνω τον μαθητή στην ίδια τάξη ή δεν προβιβάζω τον μαθητή•

    оставить следы αφήνω ίχνη•

    он -ил это без внимания αυτός δεν έδοσε καμιά προσοχή σ αυτό•

    оставить на свободе αφήνω ελεύθερο (απελευθερώνω)•

    оставить в стороне αφήνω κατά μέρος.

    2. διατηρώ, φυλάγω, κρατώ•

    оставить обед для опоздавших αφήνω φαγητό για τους βραδυπορούντες•

    оставить работу до другого раза αφήνω τη δουλειά γι άλλη φορά•

    оставить бороду αφήνω γένεια•

    оставить усы αφήνω μουστάκια.

    3. παραχωρώ. || κληροδοτώ.
    4. εγκαταλείπω, παρατώ•

    комнату неубранной αφήνω το δωμάτιο ασυγύριστο•

    он -ил город αυτός άφησε την πόλη•

    оставить школу по болезни αφήνω το σχολείο λόγω. ασθένειας•

    он -ил своих детей αυτός παράτησε τα παιδιά του•

    оставить людей без крова αφήνω τους ανθρώπους άστεγους.

    5. δε διώχνω, δεν απολύω κρατώ•

    оставить на работе αφήνω στη δουλειά•

    оставить на службе αφήνω στην υπηρεσία.

    6. σταματώ, διακόπτω•

    оставить разговор αφήνω την κουβέντα.

    || αποβάλλω, διώχνω•

    -ьте эти чрные мысли δώξ-τε αυτές τις σκοτεινές σκέψεις•

    оставить дурные привычки αφήνω τις κακές συνήθειες.

    7. (για χαρτοπαίγνιο) κερδίζω, νικώ•

    оставить в дураках νικώ κάποιον στο παιγνίδι «βλάκες».

    εκφρ.
    в покое – αφήνω ήσυχο•
    оставить за собой ή позади себя – α) αφήνω πίσω μου. β) μτφ. ξεπερνώ•
    не своими милостями ή своим покровительствомπαλ. δεν αφήνω στο έλεος.

    Большой русско-греческий словарь > оставить

  • 17 Христос

    христа α. Χριστός.
    εκφρ.
    - а ради – (απλ.)• α) για χάρη του Χριστού, στο όνομα του Χριστού (για ελεημοσύνη)• β) παρακαλώ, ωρίστε•
    жить -а радиπαλ. •α) ζωμέ ελεημοσύνη (γινόμενη στο άνομα του Χριστού), β) ζω σε κάποιον από έλεος•
    вот тебе (те) – πραγματικά, αληθινά•
    Христос с ними, – ο Χριστός μαζί τους (ο Χριστός να του ειρηνεύσει)•
    Христос с тобойπαλ. Χριστέ μου! (για θαυμασμό).

    Большой русско-греческий словарь > Христос

См. также в других словарях:

  • Ἔλεος — masc nom sg Ἔλεος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔλεος — pity neut nom/voc/acc sg ἔλεος pity masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεός — kitchen table masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλεος — το και έλεος, ο (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) Ι. έλεος, ο (Α ἔλεος) η τραγική συγκίνηση, η συμπόνια που νιώθει ο θεατής τής τραγωδίας για τον αναξιοπαθούντα τραγικό ήρωα II. έλεος, το (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) 1. συμπόνια, οίκτος 2. ελεημοσύνη 3. η… …   Dictionary of Greek

  • έλεος — το ελέους, πληθ. ελέη,1. οίκτος, ευσπλαχνία, συμπόνια, πονοψυχιά. 2. φιλανθρωπία, ελεημοσύνη, βοήθημα: Αδερφές του ελέους. 3. απόλυτη διάθεση, αυθαίρετη θέληση: Οι άμαχοι βρέθηκαν στο έλεος των κατακτητών. 4. ούτε ελάχιστο, ούτε όσο αρκεί για… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελεός — ο (ΑΜ ἐλεός) πτηνό τής οικογένειας τών γλαυκιδών, γλαυξ η βραχύωτος, κλαψοπούλι αρχ. τραπέζι όπου ο μάγειρας κόβει το κρέας …   Dictionary of Greek

  • Ἕλεος — Ἕλος neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕλεος — ἕλος marsh meadow neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλέω — Ἔλεος masc/neut nom/voc/acc dual Ἔλεος masc/neut gen sg (doric aeolic) Ἔλεος masc nom/voc/acc dual Ἔλεος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεῶν — ἔλεος pity neut gen pl (attic epic doric) ἐλέα reed warbler fem gen pl ἐλεάω pres part act masc voc sg ἐλεάω pres part act neut nom/voc/acc sg ἐλεάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἐλεάω pres part act masc nom sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλεώτερον — Ἔλεος adverbial comp Ἔλεος masc acc comp sg Ἔλεος neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»