Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἔθνη

См. также в других словарях:

  • έθνη — (Θρησκ.). Ιστορικός όρος που αποδόθηκε από τους Ιουδαίους και τους χριστιανούς στους λαούς οι οποίοι διακρίνονταν για τις πολυθεϊστικές θρησκευτικές τους πεποιθήσεις ή γενικότερα σε όσους δεν είχαν ασπαστεί το χριστιανικό δόγμα. Η εμφάνιση και… …   Dictionary of Greek

  • ἔθνη — ἔθνος number of people living together neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἔθνος number of people living together neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένα Έθνη — Βλ. λ. Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) …   Dictionary of Greek

  • АНАГРАММАТИЗМ — [греч. ἀναγραμματισμός], один из основных видов композиции в поздневизант. певч. искусстве, означает перестановку «грамм» (τὰ γράμματα), т. е. слов, синтагм или целых стихов поэтического текста песнопения. Из за мелодической акцентировки и… …   Православная энциклопедия

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • έθνος — Τίτλος εφημερίδων. 1. Ημερήσια αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα με εκδότη τον Σπυρίδωνα Νικολόπουλο (1913), ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της έως τον θάνατό του (1938). Έπειτα από διάφορες διακοπές της έκδοσής της, που οφείλονταν στην οξύτητα των… …   Dictionary of Greek

  • QUADI — Germaniae populi bellicofissimi. Tacit. in German. c. 42. Iuxta Hermunduros Narisei, ac deinde Marcomanni, et Quadi agunt. Eaque Germaniae velut frons est, quatenus Danubio praetexitur. Ergo Quadi in Danubii ripâ: scil. infra Marcomannos. Ptol.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Χάλυβες — Αρχαίος λαός του Πόντου στη Μικρά Ασία. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (A’ 28) οι X. οι οποίοι ήταν ένα από τα 14 έθνη που είχαν δηλώσει υποταγή στον βασιλιά της Λυδίας Κροίσο, ήταν όμοροι με τους Μαρυανδούς και τους Παφλαγόνες. Ο Ξενοφών αναφέρει δυο… …   Dictionary of Greek

  • αλληλεθνής — ές αυτός που αναφέρεται σε όλα τα έθνη, αυτός που ισχύει για όλα τα έθνη, διεθνής, παγκόσμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + εθνής (< έθνος] …   Dictionary of Greek

  • διεθνής — Με τον όρο Δ. αποκαλούνται στην πολιτική ορολογία οι διάφορες διεθνείς σοσιαλιστικές ή κομουνιστικές οργανώσεις που εμφανίστηκαν διαδοχικά στην ιστορία του 19ου και του 20ού αι. Η πρώτη επιτυχής απόπειρα σύστασης διεθνούς σοσιαλιστικής οργάνωσης… …   Dictionary of Greek

  • εμπολέμιος — ἐμπολέμιος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στον πόλεμο 2. αυτός που έχει στρατεύσιμη ηλικία («τρίτον δ ἐφεξῆς τούτοις πᾱν ὅσον ἐμπολέμιον» όλους όσοι έχουν στρατεύσιμη ηλικία, Πλάτ.) 3. πολεμικός («τὰ ἐμπολέμια ἔθνη» τα πολεμικά έθνη, Δίων Κ.) 4. (το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»