Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἑτοῑμος

  • 1 prêt

    έτοιμος

    Dictionnaire Français-Grec > prêt

  • 2 hotový

    έτοιμος

    Česká-řecký slovník > hotový

  • 3 připravený

    έτοιμος

    Česká-řecký slovník > připravený

  • 4 gotowy

    έτοιμος

    Słownik polsko-grecki > gotowy

  • 5 gotów

    έτοιμος

    Słownik polsko-grecki > gotów

  • 6 ochoczy

    έτοιμος

    Słownik polsko-grecki > ochoczy

  • 7 alesta

    έτοιμος, σε επιφυλακή, άγρυπνος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > alesta

  • 8 hazır

    έτοιμος, διατεθειμένος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > hazır

  • 9 üzere

    έτοιμος, καθώς

    Türkçe-Yunanca Sözlük > üzere

  • 10 готовый

    готов||ый
    прил
    1. (законченный) ἐτοιμος, ἀποτελειωμένος:
    обед готов τό φαγητό εἶναι ἔτοιμο· \готовыйое платье τό ἐτοιμο φουστάνι, τό ραμμένο φόρεμα· \готовыйые изделия τά ἐτοιμα είδη·
    2. (склонный, согласный) ἐτοιμος, πρόθυμος/ (προ)διατε-θειμένος (намеревающийся):
    \готовый заплакать ἐτοιμος νά κλάψει· \готовый на любу́ю жертву ἐτοιμος νά ὑποστεί κάθε θυσία· ◊ жить на всем \готовыйом ζῶ ἀπό τά ἐτοιμα, ζῶ στά χαζίρικα· \готовый к услу́гам ἐτοιμος, πρόθυμος νά ἐξυπηρετήσω· будь готов! (клич пионеров) ἔσω ἐτοιμος!· всегда готов! (ответный возглас пионеров) πάντα (πάντοτε) ἐτοιμος!

    Русско-новогреческий словарь > готовый

  • 11 Ready

    adj.
    Prepared: P. and V. ἑτοῖμος, εὐτρεπής.
    Make ready, v: P. and V. παρασκευάζειν (or mid.); see Prepare.
    Willing, adj.: P. and V. ἑτοῖμος.
    Be ready, v.:P. εὐτρεπῶς ἔχειν.
    Ready for: V. πρόχειρος (dat.).
    Ready to: P. and V. ἑτοῖμος (infin.), V. πρόχειρος (infin.).
    Be ready to, v.: use also P. and V. βούλεσθαι (infin.).
    At hand: P. and V. πρόχειρος, ἑτοῖμος.
    Quick in intelligence: Ar. and P. ὀξύς, P. εὐμαθής.
    Zealous: P. and V.
    Unhesitating: P. ἀπροφάσιστος.
    Easy: P. and V. ῥᾴδιος, εὔπορος; see Easy.
    A ready tongue: V. εὔτροχος γλῶσσα, ἡ.
    Too ready with reproaches: V. ἄγαν προνωπὴς εἰς τὸ λοιδορεῖν (Eur., And. 729).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ready

  • 12 готовый

    επ., βρ: -тов, -а, -о.
    1. έτοιμος•

    готовый костюм έτοιμο κοστούμι•

    обед готовый το φαγητό είναι έτοιμο.

    2. διατεθημένος, πρόθυμος.
    3. (απλ.) πέθανε.
    (απλ.) μεθυσμένος σκνίπα.
    εκφρ.
    готовый к услугамπαλ. στη διάθεση σας (στο τέλος της επιστολής πριν την υπογραφή)"на всем -ом (жить) βαστιέμαι γερά•
    будь -ов! – να είσαι έτοιμος!•
    всегда -ов – πάντοτε έτοιμος !

    Большой русско-греческий словарь > готовый

  • 13 готовый

    готовый 1) έτοιμος \готовыйое платье το έτοιμο φόρεμα вы \готовыйы? είστε έτοιμοι; обед готов το φα(γ)ί είναι έτοιμο 2) (согласный на что-л.) πρόθυμος (να)
    * * *

    гото́вое пла́тье — το έτοιμο φόρεμα

    вы гото́вы? — είστε έτοιμοι

    обе́д гото́в — το φα(γ)ί είναι έτοιμο

    2) (согласный на что-л.) πρόθυμος (να)

    Русско-греческий словарь > готовый

  • 14 ещё

    ещё в разн. знач. ακόμα, ακόμη \ещё раз άλλη μια φορά мы \ещё успеем... έχουμε καιρό ακόμη... я \ещё не готов δεν είμαι ακόμα έτοιμος \ещё нет όχι ακόμα \ещё вчера ακόμα και χτες дайте мне \ещё δώστε μου ακόμη ◇ \ещё бы! βέβαια!., αυτό έλειπε!
    * * *
    в разн. знач.
    ακόμα, ακόμη

    мы ещё успе́ем... — έχουμε καιρό ακόμη…

    я ещё не гото́в — δεν είμαι ακόμα έτοιμος

    ещё вчера́ — ακόμα και χτες

    да́йте мне ещё — δώστε μου ακόμη

    ••

    ещё бы! — βέβαια!, αυτό έλειπε!

    Русско-греческий словарь > ещё

  • 15 почти

    почти σχεδόν, περίπου* я \почти готов είμαι σχεδόν έτοιμος· \почти всё σχεδόν όλα
    * * *
    σχεδόν, περίπου

    я почти́ гото́в — είμαι σχεδόν έτοιμος

    почти́ всё — σχεδόν όλα

    Русско-греческий словарь > почти

  • 16 совсем

    совсем
    нареч ἐντελώς, ὁλότελα, ὁλωσδιόλου:
    \совсем близко πολύ κοντά· \совсем напротив κατάντικρυ· \совсем готов καθ' ὅλα ἐτοιμος, ὁλότελα ἐτοιμος· \совсем новый костюм ἐντελώς καινούργιο κοστούμι:
    это \совсем не так κάθε ἄλλο· я его́ \совсем не знаю δέν τόν γνωρίζω καθόλου· он \совсем уехал, ушел (навсегда) ἔφυγε ὁριστικά, ἐφυγε γιά πάντα

    Русско-новогреческий словарь > совсем

  • 17 согласный

    согласн||ый I
    прил
    1. (на что-л.) σύμφωνος, ἔτοιμος νά δεχτώ/ ἔτοιμος (готовый):
    я согласен на все условия δέχομαι ὅλους τους ὅρους· быть \согласныйым δέχομαι, εἶμαι σύμφωνος·
    2. (единодушный) σύμφωνος:
    быть \согласныйым с кем-л. εἶμαι σύμφωνος μέ κάποιον быть \согласныйым с чем-л. συμφωνώ μέ κάτι, ἀποδέχομαι κάτι·
    3. (гармонический) ἀρμονικός.
    согласный II
    лингв.
    1. прил σύμφωνος·
    2. м τό σύμφωνο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > согласный

  • 18 ready

    ['redi]
    1) ((negative unready) prepared; able to be used etc immediately or when needed; able to do (something) immediately or when necessary: I've packed our cases, so we're ready to leave; Is tea ready yet?; Your coat has been cleaned and is ready (to be collected).) έτοιμος
    2) ((negative unready) willing: I'm always ready to help.) πρόθυμος, διατεθειμένος
    3) (quick: You're too ready to find faults in other people; He always has a ready answer.) βιαστικός/ πρόχειρος
    4) (likely, about (to do something): My head feels as if it's ready to burst.) έτοιμος, που κοντεύει
    - readily
    - ready cash
    - ready-made
    - ready money
    - ready-to-wear
    - in readiness

    English-Greek dictionary > ready

  • 19 наготове

    επίρ.
    ετοίμως, έτοιμα, έτοιμος, -η, -ο•

    быть наготове είμαι έτοιμος•

    держать оружие наготове κρατώ το όπλο έτοιμο.

    Большой русско-греческий словарь > наготове

  • 20 поспеть

    -еет
    ρ.σ.
    ωριμάζω, γίνομαι• μεστώνω. || ψήνομαι, βράζω, γίνομαι έτοιμος για φαγητό. || είμαι έτοιμος (για κάτι).
    ρ.σ. προφταίνω, προλαβαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > поспеть

См. также в других словарях:

  • ἑτοῖμος — at hand masc nom sg ἑτοῖμος at hand masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… …   Dictionary of Greek

  • ἕτοιμος — ἕτοῑμος , ἑτοῖμος at hand masc nom sg (attic) ἕτοῑμος , ἑτοῖμος at hand masc/fem nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτοιμος — η, ο 1. για πρόσωπα, ο προετοιμασμένος για κάτι: Είναι όλα τα παιδιά έτοιμα για την εκδρομή. 2. ο πρόθυμος να κάνει κάτι ή να πάθει κάτι, ο τολμηρός, ο αποφασιστικός: Είμαι έτοιμος για όλα, αν χρειαστεί. 3. για πράγματα, αυτός που είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑτοῖμον — ἑτοῖμος at hand masc acc sg ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc sg ἑτοῖμος at hand masc/fem acc sg ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτοῖμα — ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτοῖμοι — ἑτοῖμος at hand masc nom/voc pl ἑτοῖμος at hand masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτοῖμαι — ἑτοῖμος at hand fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτοιμότατ' — ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand adverbial superl (attic) ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc superl pl (attic) ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand adverbial superl (attic) ἑτοῑμότατα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc superl pl (attic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτοιμότερον — ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand adverbial comp (attic) ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand masc acc comp sg (attic) ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc comp sg (attic) ἑτοῑμότερον , ἑτοῖμος at hand adverbial comp (attic) ἑτοῑμότερον ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕτοιμ' — ἕτοῑμα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl (attic) ἕτοῑμα , ἑτοῖμος at hand neut nom/voc/acc pl (attic) ἕτοῑμε , ἑτοῖμος at hand masc voc sg (attic) ἕτοῑμε , ἑτοῖμος at hand masc/fem voc sg (attic) ἕτοῑμαι , ἑτοῖμος at hand fem nom/voc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»