Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
ἑστίουχ-ος
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ἑστιοῦχ' — ἑστιοῦχα , ἑστιοῦχος neut nom/voc/acc pl ἑστιοῦχε , ἑστιοῦχος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εστιούχος — ἑστιοῡχος, ον (Α) 1. αυτός που φυλάσσει, προστατεύει την εστία (τον οίκο ή κάποιον τόπο), ο πολιούχος («Δήμητερ ἑστιοῡχ Ἐλευσῑνος χθονός», Ευρ.) 2. αυτός που έχει βωμό ή εστία 3. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία ή στον βωμό 4. αυτός που… … Dictionary of Greek