-
1 pojedynczy
ενικός -
2 szczególny
ενικός -
3 tekil
ενικός, ενικός αριθμός -
4 единственный
единственный μόνος, μοναδικός ◇ \единственныйое число грам. о ενικός αριθμός* * *μόνος, μοναδικός••еди́нственное число́ — грам. ο ενικός αριθμός
-
5 singular
['siŋɡjulə]1) (( also adjective) (in) the form of a word which expresses only one: `Foot' is the singular of `feet'; a singular noun/verb; The noun `foot' is singular.) ενικός(αριθμός)2) (the state of being singular: Is this noun in the singular or the plural?) ενικός/μοναδικός -
6 число
1. (выражение количества) о αριθμ/όςатомное - хим., физ. ατομικός -вещественное - см. действительное -двузначное - διττός -, διψήφιος -единственное - грам. ενικός -зарядовое - см. атомное -- квантовое азимутальное κβαντικός αζιμουθιακός -, δευτερεύων κβαντικός -квантовое, главное κύριος κβαντικός -круглое - ακέραιος -, φυσικός -массовое - (яд.физ.) μαζικός -множественное грам. πληθυντικός -неделимое - αδιαίρετος -, πρώτος -- обращений допустимое (в электростатических запоминающих трубках) επιτρεπόμενος - στροφώνсмешанные - а συμμιγείς/μεικτοί - οί2. (день месяца) η ημερομηνία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > число
-
7 единственный
единственн||ыйприл μόνος, μοναδικός:\единственныйый сын τό μοναχοπαίδι, ὁ μοναχογιός, ὁ μονογενής ὑἰός· \единственныйый выход ἡ μόνη λύση, ἡ μόνη διέξοδος· один \единственныйый ἕνας καί μοναδικός· \единственныйый в своем роде μοναδικός στό είδος του· ◊ \единственныйое число грам. ὁ ἐνικός ἀριθμός. -
8 число
числ||ос1. ὁ ἀριθμός:целое \число мат ὁ ἀκέραιος ἀριθμός· кратное \число мат τό πολλαπλάσιο[ν]· отвлеченное \число ὁ ἀφηρημένος ἀριθμός· смешанные числа мат οἱ συμμιγεϊς ἀριθμοί· единственное \число грам. ὁ ἐνικός ἀριθμός· множественное \число грам. ὁ πληθυντικός ἀριθμός·2. (дата) ἡ ἡμερομηνία:какое сегодня \число? πόσες τοόμηνός ἐχουμε σήμερα;· пометить каки́м-л, \числоо́м ἀριθμώ κάτι· в первых числах июля στίς ἀρχές τοῦ "Ιούλη· ◊ нет \числоа (кому-л., чему-л.), без \числоа ἀπειράριθμος, ἀτέλειωτος· задним \числоо́м о) (о дате) μέ παληά ἡμερομηνία, б) (спустя, позднее) κατόπιν ἐορτής· в том \числое́ συμπεριλαμβανουμένου, μεταξύ τῶν ὁποίων в \числое́ передовых (отстающих) εἶμαι ἀνάμεσα στους πρωτοπόρους (καθυστερημένους)· в большом \числое́ σέ μεγάλον ἀριθμό· один из их \числоа ἔνας ἀπ' αὐτούς· превосходить \числоо́м ὑπερτερώ ἀριθμητικά. -
9 армянский
επ.αρμενικός, -ενικός. -
10 безраздельный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно;αμέριστος, αδιαίρετος, ενικός•-ая власть αδιαίρετη εξουσία (απολυταρχία)•
-ое господство αδιαίρετη κυριαρχία (μονοκρατία).
-
11 единственный
επ., βρ: -вен, -венна, -но1. μοναδικός, ένας και μόνο•единственный сын μοναχογιός•
-ая дочь μοναχοκόρη•
единственный брат μοναδικός αδερφός•
-ая сестра μοναδική αδερφή•
выход из положения μοναδική διέξοδος•
сото την κατάσταση•
-ое решение μοναδική |λύση•
-в своем роде μοναδικός στο είδος του.
2. παλ. εξαιρετικός, υπέροχος.εκφρ.- ое число – ενικός αριθμός•один единственный - – βλ. единственный (1 σημ.). -
12 милый
επ., βρ: мил, мила, мило; милейший.1. χαριτωμένος, χαριτόβρυτος•-ое дитя χαριτωμένο παιδάκι•
-ая улыбка χαριτωμένο χαμόγελο•
она очень -а αυτή είναι πολύ χαριτωμένη.
|| ευχάριστος• ευγενής, -ενικός, φιλόφρονας.2. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος, ακριβός•милый друг αγαπητέ φίλε (φίλτατέ μου).
3. ως ουσ. αγαπημένος, -η, ερωμένος, -η, εραστής.εκφρ.мил человек – (απλ.) καλέ μου άνθρωπε•- ое дело – α) καλή υπόθεση, θετικό, β) για θαυμασμό ή αγανάκτηση ωραία•вот (это) -о! – α) αυτό είναι θαύμα (ωραίο)! β) αυτό χρειάζονταν ακόμα! αυτό δεν έφτανε ακόμα! -
13 число
-а, πλθ. числа, -сел, -сламουδ.1. ο αριθμός•простые -ла οι απλοί αριθμοί•
целое число ο ακέραιος αριθμός•
дробное число κλασματικός αριθμός•
смешанное число συμμιγής αριθμός•
кратное число το πολλαπλάσιο (αριθμού).
2. (γραμμ.) ο αριθμός•единственное число ενικός αριθμός•
множественное число πληθυντικός αριθμός•
двойственное число δυϊκός αριθμός.
3. ημερομηνία•какое число сегодня? τι ημερομηνία είναι σήμερα; πόσο έχει ο μήνας σήμερα;•
сегодня число пятое марта σήμερα είναι πέντε του Μάρτη.
4. ποσότητα•в его доме собралось большое число гостей στο σπίτι του μαζεύτηκε μεγάλος αριθμός φιλοξενούμενων (συγκεντρώθηκαν πολλοί μουσαφιρέοι).
εκφρ.нет или несть или без -а – απειράριθμοι•астрономические -а – αστρονομικοί αριθμοί•в -е – μεταξύ, ανάμεσα•в большом -е – σε μεγάλο αριθμό, κατά μεγάλο μέρος. -
14 singulier
1) γραφικός2) ενικός -
15 jednotlivý
1) ενικός2) ιδιαίτερος -
16 zvláštní
1) αλλόκοτος2) γραφικός3) ειδικός4) ενικός5) ιδιότροπος6) παράξενος7) περίεργος -
17 singular
1) ενικός2) ιδιόμορφος3) μοναδικός -
18 dziwaczny
1) αλλόκοτος2) ενικός3) ιδιότροπος4) παράξενος -
19 dziwny
1) αλλόκοτος2) αστείος3) γραφικός4) ενικός5) εξωτερικός6) κωμικός7) ξένος8) παράξενος9) περίεργος -
20 niezwykły
1) ασυνήθιστος2) γραφικός3) ενικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἑνικός — single masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενικός — ή, ό (AM ενικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μονάδα, που δηλώνει την έννοια τού ενός, που σημαίνει ένα μόνο πρόσωπο ή πράγμα 2. γραμμ. «ενικός αριθμός» και, με παράλειψη τού «αριθμός», ως ουσ. ενικός η τυπική μορφή τών κλιτών… … Dictionary of Greek
ενικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην έννοια του ενός, της μονάδας, που σημαίνει ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα. 2. (γραμμ.), το αρσ. ως ουσ., ενικός (ή ενικός αριθμός), τύπος καταλήξεων στην κλίση ονομάτων και ρημάτων, με τον οποίο δηλώνεται ότι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑνικά — ἑνικός single neut nom/voc/acc pl ἑνικά̱ , ἑνικός single fem nom/voc/acc dual ἑνικά̱ , ἑνικός single fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνικώτερον — ἑνικός single adverbial comp ἑνικός single masc acc comp sg ἑνικός single neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνικωτάτων — ἑνικός single fem gen superl pl ἑνικός single masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνικωτέρων — ἑνικός single fem gen comp pl ἑνικός single masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνικῶν — ἑνικός single fem gen pl ἑνικός single masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνικόν — ἑνικός single masc acc sg ἑνικός single neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνικώτατα — ἑνικός single adverbial superl ἑνικός single neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑνικώτατον — ἑνικός single masc acc superl sg ἑνικός single neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)