-
1 сбыт
эк. η πώλησ/η, η διάθεση των προϊόντωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сбыт
-
2 депозит
(фин., эк.) η κατάθεσ/η, ο λογαριασμός, το αποθετήριοвносить деньги в - αποταμιεύω, καταθέτωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > депозит
-
3 заседание
η συνεδρίασ/η, η συνέλευση, το συμßoύλιo,(coбpaниe) η συγκέντρωση, η σύναψη, (совещание) η συνδιάσκεψηпереносить - μεταφέρω/μεταβάλλω τη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заседание
-
4 поставка
1. (доставка) η παράδοσ/η- на условиях СИФ - με όρους C.I.F (κόστος, ασφάλεια2. (снабжение) η προμήθειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > поставка
-
5 правильность
-и θ.σωστότητα, το σωστό, η ορθότητα, το ορθό•правильность возрний ορθότητα των απόψ εων.
-
6 сессионный
επ.της συνεδρίασης• για συνεδρίαση•-ое время ο χρόνος της συνεδρίασης•
сессионный зал αίθουσα συνεδρίασης, -εων.
-
7 Alps
Alps (Mts.)Ἄλπεις, -εων, αἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Alps
-
8 Copais
People of Lake Copais: Κωπαιῆς, -έων, οἱ.Eel from Lake Copais, ἔγχελυς Κωπᾷς (-ᾷδος), ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Copais
-
9 Heraea
Ἡραία, ἡ.Men of Heraea: Ἡραιῆς, -έων, οἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Heraea
-
10 Pallantium
Παλλάντιον, τό.People of Pallantium: Παλλαντιῆς, -έων, οἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pallantium
-
11 Tralles
Τράλλεις, -εων, αἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tralles
См. также в других словарях:
.έων — ἕων , ὅς yas masc/fem gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐῶν — ἐάω suffer pres part act masc voc sg ἐάω suffer pres part act neut nom/voc/acc sg ἐάω suffer pres part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐών — εἰμί sum pres part act masc nom sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑῶν — ἑός his fem gen pl ἑός his masc/neut gen pl ἠώς dawn fem gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔων — ἐάω suffer imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐάω suffer imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕων — ὅς yas masc/fem gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύχρεως — εων, Α αυτός που βαρύνεται με πολλά χρέη, καταχρεωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χρεως (< χρέος), πρβλ. αξιό χρεως] … Dictionary of Greek
πρυλέες — έων, οἱ, Α 1. πεζοί στρατιώτες, σε αντιδιαστολή προς τους αρχηγούς, οι οποίοι μάχονταν από το άρμα τους 2. ως επίθ. πυκνοί, πάμπολλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ., άγνωστης ετυμολ., πιθ. αιγαιικής προέλευσης. Αμφίβολη παραμένει η σύνδεση τής λ. με την πρόθεση… … Dictionary of Greek
-ιώνας — νεοελλ. κατάλ. η οποία προέρχεται από την αρχ. κατάλ. εών, εῶνος με συνίζηση τού ε (πρβλ. καλαμ εών > καλαμ ιώνας) απαντά σε περιληπτικά ουσ. και σε τοπωνύμια (πρβλ. περιστερ ιώνας, Ασπαλαθ ιώνας). Η αρχ. κατάλ. εών περιληπτικών ουσ.… … Dictionary of Greek
κεγχρεών — κεγχρεών, ὁ (Α) τόπος στην Αθήνα όπου καθάριζαν την κέγχρον, δηλ. την άμμο και τη σκόνη από τα φορτία αργύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος + τοπ. κατάλ. εών (πρβλ. ανθ εών, χαλκ εών)] … Dictionary of Greek
κεραμεών — κεραμεών, ῶνος, ὁ (Α) μεγάλο πήλινο δοχείο οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεράμεος + κατάλ. εών, που δηλώνει τόπο ή πλησμονή (πρβλ. περιστερ εών) και δίνει έμμεσα στο ουσ. κεραμ έων μεγεθυντική σημ.] … Dictionary of Greek