-
1 εφήμερος
[ефимерос] εκ. однодневныйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εφήμερος
-
2 однодневный
-
3 бренный
бренн||ыйприл уст. ἐφήμερος, φθαρτός; ◊ \бренныйые останки τό πτῶμα, τό λείψανο. -
4 недолговечный
недолговечн||ыйприл ὀλιγοχρόνιος, λιγόχρονος, βραχύβιος, ἐφήμερος / προ-χειροφτιαγμένος, πού χαλάει γρήγορα (о вещах):\недолговечныйое счастье ἡ ἐφήμερη εὐτυχία. -
5 преходящий
преходящ||ийприл παροδικός, ἐφήμερος, προσωρινός, περαστικός, φευγαλέος:\преходящийее явление τό παροδικό φαινόμενο, -
6 скоротечный
скоротечн||ыйприл ἐφήμερος, πρόσκαιρος· ◊ \скоротечныйая чахотка ἡ καλπάζουσα φυματίωση. -
7 эфемерный
эфемерныйприл ἐφήμερος. -
8 недолговечный
[νινταλγκαβιέτσνυϊ] εκ. ολιγοχρόνιος, εφήμερος -
9 скоротечный
[σκαρατιέτσνυϊ] εκ. εφήμερος -
10 недолговечный
[νινταλγκαβιέτσνυϊ] επ ολιγοχρόνιος, εφήμερος -
11 скоротечный
[σκαρατιέτσνυϊ] επ εφήμερος -
12 временный
επ., βρ: -енен, -енна, -енно; προσωρινός•-ое правительство προσωρινή κυβέρνηση.
|| παροδικός, διαβατικός, περαστικός• πρόσκαιρος, εφήμερος•временный кризис παροδική κρίση•
-ая радость εφήμερη χαρά.
-
13 мимолётный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. παλ. ιπτάμενος, διερχόμενος σιμά και γοργά, διαβατικός•-ые журавли διαβατικοί γερανοί.
2. μτφ. γοργοδιαβατάρικος, γοργοδιαβατικός. || εφήμερος, παροδικός, πρόσκαιρος, φευγαλέος, γρήγορος, στιγμιαίος•мимолётный взгляд γρήγορη ματιά•
-ая радость παροδική χαρά•
-ое счастье εφήμερη ευτυχία•
-ая встреча συνάντηση στα πεταχτά (στα γρήγορα).
-
14 недолговечный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноμικρής διάρκειας βραχύβιος, λιγόχρονος• παροδικός, πρόσκαιρος, εφήμερος•-ое счастье παροδική ευτυχία.
|| μη στέρεος, μικρής αντοχής πρόχειρος•-ая установка πρόχειρη εγκατάσταση.
-
15 преходящий
επ. από μτχ.παροδικός, προσωρινός, εφήμερος, πρόσκαιρος, διαβατικός, περαστικός. -
16 скоропреходящий
επ.πρόσκαιρος, παροδικός, εφήμερος, διαβατικός;•-ая радость πρόσκαιρη χαρά•
-ая жизнь πρόσκαιρη ζωή.
-
17 скоротечный
επ., βρ: -чен, -чна, -чноπαροδικός, διαβατικός, πρόσκαιρος, εφήμερος•-ое счастье πρόσκαιρη ευτυχία.
εκφρ.- ая чахотка – καλπάζουσα φυματίωση. -
18 эфемерный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно (γραπ. λόγος) εφήμερος, πρόσκαιρος• βραχύχρονος. || φανταστικός, χιμαιρικός• φρούδος•-ые наджды χιμαιρικές ελπίδες.
См. также в других словарях:
ἐφήμερος — living but a day masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφήμερος — η, ο (ΑΜ ἐφήμερος, ον) 1. αυτός που διαρκεί μια μέρα, που ζει μόνο μία μέρα, ημερήσιος, μονοήμερος, ημερόβιος 2. πρόσκαιρος, βραχυχρόνιος, παροδικός, προσωρινός («εφήμερη δόξα») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εφήμερα τάξη εντόμων που έχει σύντομη… … Dictionary of Greek
εφήμερος — η, ο 1. αυτός που ζει ή διαρκεί μια μέρα: Λουλούδια εφήμερα. 2. ο σύντομος, ο περαστικός, ο παροδικός, ο προσωρινός: Εφήμερες χαρές και απολαύσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐφημέρους — ἐφήμερος living but a day masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφήμερε — ἐφήμερος living but a day masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφήμεροι — ἐφήμερος living but a day masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐφήμερον — ἐφήμερον , ἐφήμερον short lived insect neut nom/voc/acc sg ἐφήμερον , ἐφήμερος living but a day masc/fem acc sg ἐφήμερον , ἐφήμερος living but a day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάμερον — ἐπά̱μερον , ἐφήμερος living but a day masc/fem acc sg (aeolic) ἐπά̱μερον , ἐφήμερος living but a day neut nom/voc/acc sg (aeolic) ἐπά̱μερον , ἐπάμερος masc/fem acc sg ἐπά̱μερον , ἐπάμερος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφάμερον — ἐφά̱μερον , ἐφήμερος living but a day masc/fem acc sg (doric) ἐφά̱μερον , ἐφήμερος living but a day neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφήμερον — short lived insect neut nom/voc/acc sg ἐφήμερος living but a day masc/fem acc sg ἐφήμερος living but a day neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ephemeris — An ephemeris (plural: ephemerides; from the Greek word ἐφήμερος ephemeros daily ) is a table of values that gives the positions of astronomical objects in the sky at a given time or times. Different kinds are used for astronomy and astrology.… … Wikipedia