Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐς+ἐμέ

  • 1 по

    по
    предлог Α. с дат. п.
    1. (при указании места действия \по на поверхности, по поверхности) πάνω σέ, ἐπί / κατά μήκος (вдоль чего-л.):
    книги разбросаны по всему́ столу́ τά βιβλία εἶναι σκορπισμένα πάνω σ' ὀλο τό τραπέζι· ударить кулаком по́ столу κτυπώ μέ τή γροθιά ἐπάνω στό τραπέζι· гла́дить по голове χαϊδεύω τό κεφάλι· лететь по иебу πετώ στον οὐρανό·
    2. (при указании места \по где-л., в пределах чего-л.) σέ, είς, ἀνά:
    гулять по городу κάνω βόλτα στήν πόλη· по всему́ свету σέ ὀλον τόν κόσμο, ἀνά τήν ὑφήλιον по горим по полям στά βουνά καί στά λειβάδια·
    3. (при обозначении области, сферы чего-л. при указании на признак) σέ:
    он врач по профессии εἶναι ἱατρός στό ἐπάγγελμα· по росту он меньше всех στό μπόϊ εἶναι πιό κοντός ἀπ· ὀλους· лу́чший по качеству καλλίτερος σέ ποιότητα· урок по физике τό μάθημα φυσικής· соревнование по плаванию οἱ ἀγώνες κολυμβήσεως, οἱ κολυμβητικοί ἀγώνες'
    4. (согласно, в соответствии) κατά, συμφὠνως, σύμφωνα, ὀπως; по общему мнению κατά τήν γνώμη ὀλων· по выбору κατ' ἐκλογήν по жела́иию κατά βούλησιν по закону κατά τόν νόμον по заслу́гам ὅπως τοῦ ἀξίζεν по последней моде σύμφωνα μέ τήν τελευταία μόδά поезда ходят по расписанию τά τραίνα κυκλοφορούν σύμφωνα μέ τό δρομολόγιο· по своей воле οίκειοθελῶς, αὐτοβούλως·
    5. (на основании чего-л., из чего-л.) ἀπό, ἐκ:
    по внешнему виду ἐξ ὀψεως· по опыту ἀπό πείρα, ἐκ πείρας·
    6. (при указании причины\по вследствие чего-л., из-за чего-л.) ἐξ αίτίας, λόγω:
    по болезни λογω ἀσθενείας· по твоей вине ἐξ αἰτίας σου· по ошибке κατά λαθος· по неосторожности ἐξ ἀμελείας, ἀπροσεξίας· отпуск по беременности ἀδεια λόγω ἐγγυμοσύνης· по слу́чаю чего́-л. ἐπί τή εὐκαιρία·
    7. (при указании родства, близости):
    родственник по отцу́ συγγενής ἐκ πατρός, συγγενής ἀπό πατέρα· товарищ по университету συμφοιτητής ἀπό τό πανεπιστήμιον грек по происхождению Έλληνας τήν καταγωγή ν
    8. (посредством чего-л.) μέ, διά, διά μέσου:
    по почте ταχυδρομικώς, μέ τό ταχυδρομείό объявить по радио ἀνακοινώνω ἀπό τό ραδιόφωνο· ехать по железной дороге πηγαίνω σιδηροδρομικώς, ταξιδεύω μέ τόν σιδηρόδρομο· по телефону ἀπό τηλεφώνου, τηλεφωνικώς· по телеграфу διά τηλεγράφον, τηλεγρα-φικῶς· по воздуху ἀεροπορικώς· идти́ по ветру (о судне) πηγαίνω μέ ὁὔριο ἄνεμο· по дороге (в пути) καθ' ὀδόν, οταν πηγαίναμε, στον δρόμο·
    9. (при обозначении времени, в которое регулярно происходит что-л., чаще не переводится):
    по вечерам τά βράδυα· по ночам τίς νύχτες· по праздникам τίς γιορτές· Б. с вин. п. (при указании предела в пространстве и во времени\по вплоть до) μέχρι[ς], Ιως, ὠς; по по́яс ὡς τήν μέση· по 5-е сентября μέχρι τίς πέντε Σεπτεμβρίου· по сей день μέχρι σήμερα, ὡς τώρα· В. с дат. и вин. п. (в разделительном значении) ἀνά:
    по́ два ἀνά δύο, δυό δυό· по одному́ ἀνά ίνας, ἔνας ἐνας· по кускам κατά τεμάχια, μέ τό κομμάτί по десять рублей штука δέκα ρούβλια τό κομμάτι· по пять рублей ἀπό πέντε ρούβλια· Г. с предл. п. (при обозначении времени \по после) μετά:
    по возвращении μετά τήν ἐπιστροφήν по окончании μετά τήν λήξιν, μετά τό πέρας· ◊ по временам ἀπό καιρό σέ καιρό· скучать по до́му νοσταλγώ τό σπίτι μου· τοῦκέ по родине ἡ νοσταλγία· по тебе видно, что... ἀπό σένα φαίνεται δτι...· по мне разг κατά τήν γνώμην μου, κατ' ἐμέ· по меньшей мере τουλάχιστον по ту сторону ἀπ' τήν ἀλλη μεριά, ἐκείθεν, πέρα ἀπό· по правую (левую) руку ἀπ' τό δεξί (ἀπό τό ἀριστερό) χέρι· мне это не по душе αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει.

    Русско-новогреческий словарь > по

  • 2 по-моему

    по-моему
    нареч
    1. (о мнении) κατά τήν γνώμη μου, κατ· ἐμέ·
    2. (о желании) ὅπως ἐγώ θέλω, σύμφωνα μέ τό γοῦστο μου.

    Русско-новогреческий словарь > по-моему

  • 3 я

    я
    1. (меня, мне, мной, мною) мест, личн. ἐγώ:
    это я ἐγώ είμαι· вот и я νάμαι καἴ ἐγώ· я сам ἐγώ ὁ ἰδιος· э́то для меня αὐτό εἶναι γιά μένα· вы меня́ видели на улице? μέ είδατε στό δρόμο;· дай мне книгу δώσε μου τό βιβλίο· эта работа сделана мной αὐτή τή δουλειά τήν Εκανα ἐγώ· пойдем со мной πᾶμε μαζί· вы говорите обо мне? γιά μένα μιλάτε;· отпустите меня ἀφήστε με· я, нижеподписавшийся, свидетельствую, что... (ἐγώ) ὁ ὑποφαινόμενος (или ὁ κάτωθι ὑπογεγραμμένος) πιστοποιώ δτι...·
    2. с нескл. τό ἐγώ:
    он \я мое второе я εἶναι τό ἄλλο μου ἐγώ· я не я буду... νά μή μέ λένε...· я тебя (его, их, вас) (при выражении угрозы) θά σοῦ (τοῦ...) δείξω· по мне... κατ' ἐμέ, κατά τή γνώμη μου.

    Русско-новогреческий словарь > я

  • 4 себя

    себе, собою κ. собой, о себе (αυτοπαθής αντων. για τα τρία γένη)• εαυτός•

    каждый отвечает за себя ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του•

    каждый работает для себя ο καθένας εργάζεται για τον εαυτό του•

    никто не хочет обесчестить себя κανένας δε θέλει να ατιμάσει τον εαυτό του•

    он думает только о себе αυτός σκέφτεται μόνο για τον εαυτό του•

    я не доволен собою δεν είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτό μου•

    судить других по себе κρίνω τους άλλους από τον εαυτό μου•

    ты вредишь себе κακό του εαυτού σου κάνεις•

    он вне себя от радости είναι εκτός εαυτού από τη χαρά.

    || (δικό) μου, σου, του κ.τ.τ. он порезал себе палец αυτός έκοψε το δάχτυλο του•

    брать (взять) кого с собой παίρνω κάποιον μαζί μου•

    за себя πίσω μου.

    || κάποτε η μετάφραση του στην ελληνική είναι περίσσια•

    она обратила на себя взоры публики αυτή τράβηξε την προσοχή ή επέσυρε τα βλέμματα του πλήθους•

    берите это на себя επιφορτιστείτε αυτή την υπόθεση•

    присвоить -е чужое имение ιδιοποιούμαι ξένο κτήμα•

    мне что-то не по себе κάπως δεν αισθάνομαι καλά.

    εκφρ.
    к себе – σπίτι μου•
    себя я пригласил его к себе – τον προσκάλεσα σπίτι μου•
    от себя – από μένα, από μέρος μου, εξ ονόματος μου•
    по себе – α) κατ εμέ• κατά τις δυνάμεις μου, κατά τις απαιτήσεις μου•
    найти работу по себе – βρίσκω δουλειά της αρεσκείας μου. β) πίσω μου•
    оставить по себе добрую память – αφήνω πίσω μου καλή ανάμνηση•
    α) άφωνα• μέσα μου• με σιγανή φωνή.
    β) брать, взять, принять на себя – παίρνω επάνω μου, υπ ευθύνη μου, υπεύθυνα•
    не в себе – εκτός εαυτού•
    не по себе – α) αδιαθετώ, β) βλ. неудобно•
    быть самим собой – όπως μου (του κλπ.) αρέσει, πρέπει στον ίδιο•
    собой – ή (απλ.) из себя κατά την εμφάνιση•
    себе на уме кто – είναι κρυφός, πονηρός•
    сам по себе – αυτός καθ εαυτόν•
    у себя – στο σπίτι μου, στο γραφείο μου κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > себя

  • 5 я

    меня, мне, меня, мною, κ. мной, обо мне προσωπική αντωνυμία πρώτου προσώπου• εγώ•

    я и мой брат εγώ και ο αδερφός μου•

    отпустите меня домой αφήστε με να πάω σπίτι μου•

    вчера меня не было дома χτες εγώ δεν ήμουν στο σπίτι•

    она меня любит αυτή με αγαπάει•

    я пишу εγώ γράφω•

    я сам это сделал εγώ ο ίδιος (μόνος μου) το έφτιαξα•

    не забываете меня μη με ξεχνάτε•

    вспомните меня θυμηθήτε με•

    эта работа сделана мной (мною) αυτή η δουλειά έγινε από μένα (την έκανα εγώ)•

    всё я да я όλο εγώ κι εγώ•

    бедный я! ο δύστυχος εγώ!

    ουσ. ουδ. άκλ. (φιλοσ.) το εγώ•

    всё моё я όλο το εγώ μου•

    наше я το εγώ μας.

    εκφρ.
    я тебя (его, вас, их) – θα σου (του, σας, τους) δείξω εγώ (σαν απειλή)•
    по мне – κατ εμέ, κατά τη γνώμη μου•
    я не я – τίποτε δεν ξέρω, δεν έχω καμιά σχέση με κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > я

  • 6 Arrangement

    subs.
    P. and V. τάξις, ἡ, P. διάταξις, ἡ, διάθεσις, ἡ.
    Agreement, bargain: P. and V. σύμβασις, ἡ, συνθῆκαι, αἱ, σύνθημα, τό, P. ὁμολογία, ἡ.
    Let one's friends come to some arrangement ( in a legal dispute): τοῖς φίλοις ἐπιτρέψαι δίαιταν (Dem.).
    Let our friends come to some arrangement concerning his dispute with me: P. ἐν τοῖς φίλοις διαδικάσασθαι τὰ πρὸς ἐμέ (Dem. 864).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Arrangement

  • 7 Before

    prep.
    Of place: P. and V. πρό (gen.), πρόσθεν (gen.), ἐπίπροσθεν (gen.), Ar. and P. ἔμπροσθεν (gen.), V. προς (gen.), προιθε (gen.), προιθεν (gen.), πρόσθε (gen.).
    Of time: P. and V. πρό (gen.), P. ἔμπροσθεν (gen.), V. πρόσθεν (gen.) (also Xen. but rare P.), πρόσθε (gen.), προς (gen.), προιθεν (gen.), προιθε (gen.).
    Of preference or superiority: P. and V. πρό (gen.), ἐππροσθεν (gen.), V. προς (gen.), πρόσθε (gen.), προιθεν (gen.), προιθε (gen.), P. ἔμπροσθεν (gen.).
    In the presence of: P. and V. ἐναντίον (gen.), V. ἀντίον (gen.).
    Into the presence of: P. and V. παρ (acc.), ὡς (acc.).
    Appear before (a judge, etc.): P. and V. εἰσέρχεσθαι εἰς or πρός (acc.).
    (Speak, plead) before: P. and V. ἐν (dat.).
    Leochares is the cause of my speaking before you: P. αἴτιος μέν ἐστι Λεωχαρὴς τοῦ... ἐμὲ λέγειν ἐν ὑμῖν (Dem. 1080).
    The citizens will become beller with this as an example before them: P. τούτῳ παραδείγματι χρώμενοι βελτίους ἔσονται οἱ πολῖται (Lys. 140).
    The day before: P. τῇ προτεραίᾳ (gen. or absol.).
    On the day before the trial: P..τῇ προτεραίᾳ τῆς δίκης (Plat., Phaedo, 58A).
    Before heaven ( in adjurations): P. and V. πρὸς θεῶν.
    ——————
    adv.
    Of place: P. and V. πρόσθεν, ἐππροσθεν, P. ἔμπροσθεν.
    Of time: P. and V. πρόσθεν, πρίν, τὸ πρίν, πρὸ τοῦ, πρότερον, P. ἔμπροσθεν, Ar. and V. προς, V. προιθεν τὸν πρὸ τοῦ χρόνον.
    Formerly, long ago: P. and V. πλαι, πλαι ποτέ; see Formerly.
    Already: P. and V. ἤδη.
    Hitherto: P. and V. εἰς τὸ νῦν, P. μέχρι τοῦ νῦν; see Hitherto.
    ——————
    conj.
    P. and V. πρν, Ar. and P. πρότερον ἤ, πρότερον πρν.
    The day before he set sail: P. τῇ προτεραίᾳ ἢ ἀνήγετο (Lys. 153).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Before

  • 8 Condemn

    v. trans.
    Sentence to punishment: P. and V. καταγιγνώσκειν (τινός τι), P. κατακρίνειν (τινός τι), καταχειροτονεῖν (τινός τι), καταψηφίζεσθαί (τινός τι).
    Convict: P. and V. αἱρεῖν, καθαιρεῖν.
    Be condemned, convicted: P. and V. λίσκεσθαι.
    Condemn beforehadd: P. προκαταγιγνώσκειν (gen. or absol.).
    Condemned to die: V. ἐψηφισμένος θανεῖν (Eur., Heracl. 141).
    The lot condemns me to: V. ἐμὲ... πλος καθαιρεῖ (infin.) (Soph., Ant. 275).
    Blame: P. and V. μέμφεσθαι (acc. or dat.), ψέγειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Condemn

  • 9 Do

    v. trans.
    P. and V. ποιεῖν, πράσσειν, δρᾶν, V. ἔρδειν.
    Accomplish: P. and V. νύτειν, κατανύτειν, ἐπεξέρχεσθαι, διαπράσσειν (or mid. in P.), ἐργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, κατεργάζεσθαι, περαίνειν, V. ἐξανύτειν, ἐκπράσσειν, τελεῖν (rare P.), ἐκπεραίνειν, κραίνειν, ἐπικραίνειν, P. ἐπιτελεῖν.
    Wish to do: Ar. and V. δρασείειν.
    Help to do: P. and V. συμπράσσειν (τινί τι), συλλαμβνειν (τινί τι), συνεκπονεῖν (τινί τι).
    V. intrans. succeed: P. and V. προχωρεῖν; see Succeed.
    Turn out: P. and V. ἐκβαίνειν, P. ἀποβαίνειν; see turn out.
    Be enough: P. and V. ἀρκεῖν, κανὸς εἶναι.
    Fire: P. and V. πράσσειν.
    Do ( one) in injury: P. and V. κακῶς ποιεῖν (acc.), κακῶς δρᾶν (acc.).
    Have an injury done one: P. and V. κακῶς πάσχειν.
    Do ( one) a favour: P. and V. εὖ ποιεῖν (acc.), εὖ δρᾶν (acc.).
    Have a favour done one: P. and V. εὖ πάσχειν.
    Do away with: P. and V. φανίζειν (acc.); see Abolish, Remove.
    Do to ( a person), treat: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    They know what he did to those of the Amphipolitans who gave the city up to him: P. ἴσασι ἃ Ἀμφιπολιτῶν ἐποίησε. τοὺς παραδόντας αὐτῷ τὴν πόλιν (Dem. 10).
    Do with ( a person or thing): P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    What shall I do with? P. and V. τί χρήσομαι; (dat.).
    Not knowing what to do with him: P. οὐκ ἔχων ὅ, τι χρήσαιτο αὐτῷ (Plat., Prot. 320A).
    What have you to do with...? P. and V. τί σοι μέτεστι; (gen.), P. σοι τίς μετουσία; (gen.).
    It has nothing to do with this law: P. οὐδὲν κοινωνεῖ τῷ νόμῳ τῷδε (Dem. 759).
    I think none of these things have anything to do with me: P. οὐδὲν ἡγοῦμαι τούτων εἶναι πρὸς ἐμέ (Dem. 245).
    Have done with: P. and V. χαίρειν ἐᾶν (acc.).
    Tell me and have done with it: P. εἰπὼν ἀπαλλάγηθι (Plat., Gorg. 491C).
    Do without, dispense with: P. and V. ἐᾶν (acc.), μεθιέναι (acc.).
    Be lacking in: P. and V. πορεῖν (gen.), δεῖσθαι (gen.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Do

  • 10 Enrol

    v. trans.
    P. ἀναγράφειν.
    Enlist: Ar. and P. καταλέγειν.
    Enrol as citizens: P. ἐπιγράφεσθαι πολίτας.
    Enrol among. — Enrol me also among your pupils: P. ἕνα τῶν μαθητῶν... καὶ ἐμὲ γράφου (Plat., Crat. 428B).
    Be enrolled among: P. and V. τελεῖν εἰς (acc.), P. συντελεῖν εἰς (acc.).
    Be enrolled among the townsmen: P. ἐγγράφεσθαι εἰς τοὺς δημότας (Dem. 314; of. Ar., Eq. 925–926).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Enrol

  • 11 Live

    v. intrans.
    Exist: P. and V. ζῆν, εἶναι.
    Breathe: P. and V. ἐμπνεῖν (Plat.), V. ἔχειν πνοάς, or use V. φῶς ὁρᾶν (cf. P. οἳ νῦν ὁρῶσι τοῦ ἡλίου τὸ φῶς διʼ ἐμέ) (Andoc. 9), φάος βλέπειν, or βλέπειν alone, λεύσσειν φάος, αὐγὰς εἰσορᾶν.
    Short in any case was the time left you to live: V. βραχὺς δε σοί. πάντως ὁ λοιπὸς ἦν βιώσιμος χρόνος (Eur., Alc. 649).
    Pass one's life: P. and V. βιῶναι ( 2nd aor. of βιοῦν), διγειν, διαιτᾶσθαι, P. διαβιῶναι ( 2nd aor. of διαβιοῦν), V. καταζῆν βίον, ἡμερεύειν.
    Live one's life to the end: P. and V. βίον διαζῆν, or διαζῆν alone, Ar. and P. διαγίγνεσθαι, V. βίον διαφέρειν, or διαφέρειν alone (or mid.).
    Endure, last: P. and V. μένειν, παραμένειν, ἀντέχειν, P. συμμένειν, V. ζῆν.
    Dwell: see Dwell.
    Live in the open: P. and V. αὐλίζεσθαι, καταυλίζεσθαι (Xen.), ἐναυλίζεσθαι (act. used once in V.).
    Make a living: P. βιοτεύειν, Ar. and P. ζῆν, P. and V. διαζῆν.
    He lives on what he collects, begs and borrows: P. ἀφʼ ὧν ἀγείρει καὶ προσαιτεῖ καὶ δανείζεται ἀπὸ τούτων διάγει (Dem. 96).
    Live as a citizen: P. and V. πολιτεύεσθαι (Eur., frag.).
    You will live to wish: P. ἔτι βουλήσεσθε (Thuc. 6, 86).
    Which of these bad forms of government is the least trying to live under: P. τίς τῶν οὐκ ὀρθῶν πολιτειῶν ἥκιστα χαλεπὴ συζῆν (Plat., Pol. 302B).
    Live with: P. and V. συνοικεῖν (absol. or dat.), συνεῖναι (absol. or dat.), V. συνναίειν (dat.), P. συμβιῶναι (dat. or absol.) ( 2nd aor. of συμβιοῦν), Ar. and P. συζῆν (dat. or absol.).
    Live with in marriage: P. and V. συνοικεῖν (dat.), συνεῖναι (dat.).
    Disagreeable to live with: P. συνημερεύειν ἀηδής (Plat.).
    If you are unfitted to live with: V. εἰ συνεῖναι μὴ ʼπιτηδεία κυρεῖς (Eur., And. 206).
    Worth living, adj.: see under Living.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Live

  • 12 Manifestation

    subs.
    Ar. and P. ἐπδειξις, ἡ, P. ἀπόδειξις, ἡ.
    Evidence, proof: P. and V. σημεῖον, τό, τεκμήριον, τό, δεῖγμα, τό, V. τέκμαρ, τό, P. ἔνδειγμα, τό.
    This manifestation of anger against me on your part has occured as I expected: P. προσδεχομένῳ μοι τὰ τῆς ὀργῆς ὑμῶν εἰς ἐμὲ γεγένηται (Thuc. 2, 60).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Manifestation

  • 13 Nature

    subs.
    P. and V. φύσις, ἡ.
    Created things: P. γένεσις, ἡ (Plat.).
    The world: P. κόσμος, ὁ.
    Disposition: P. and V. τρόπος, ὁ, ἦθος, τό, φύσις, ἡ.
    Kind, class: P. and V. γένος, ὁ.
    Of what nature, interr. adj.: P. and V. ποῖος; indirect: P. and V. ὁποῖος.
    Of such a nature, adj.: P. and V. τοιοῦτος, τοιόσδε.
    By nature: P. and V. φύσει.
    Being ill-starred by nature: V. συγγενῶς δύστηνος ὤν (Eur., H.F. 1293).
    It isn't human nature that I should have neglected all my own affairs: P. οὐ γὰρ ἀνθρωπίνῳ ἔοικε τὸ ἐμὲ τῶν μὲν ἐμαυτοῦ ἁπάντων ἡμεληκέναι (Plat., Ap. 31B).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Nature

  • 14 Retain

    v. trans.
    P. and V. ἔχειν, σώζειν, φυλάσσειν, διασώζειν.
    Keep back: P. and V. κατέχειν.
    Retain in the memory: P. and V. σώζειν (or mid.), φυλάσσειν (or mid.), P. διασώζειν.
    Hire: Ar. and P. μισθοῦσθαι.
    In order that the orators whom the defendant has retained against me may not deceive you: P. ἵνα μὴ ἐξαπατήσωσιν ὑμᾶς οἱ ῥήτορες οὓς οὑτοσὶ παρεσκεύασται ἐπʼ ἐμέ (Dem. 1177, cf. also 1228).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Retain

  • 15 Start

    v. trans.
    Begin, be the first to do a thing: P. and V. ἄρχειν (gen.), πάρχειν (gen.), κατάρχειν (acc. or gen.), P. προϋπάρχειν (gen.).
    Start something of one's own: P. and V. ἄρχεσθαι (gen.), κατάρχειν (acc. or gen.) (or mid.), πάρχειν (gen.).
    Take in hand: P. and V. ἐπιχειρεῖν (dat.), ἐγχειρεῖν (dat.), αἴρεσθαι (acc.).
    Set up: Ar. and P. ἐνίστασθαι.
    Establish: P. and V. καθιστναι, Ar. and P. καταδεικνναι.
    Make to set out: P. and V. ἐξορμᾶν.
    Start ( a quarry in hunting): V. ἐκκινεῖν.
    Set in motion: P. and V. ὁρμᾶν, κινεῖν.
    V. intrans.
    Begin: P. and V. ἄρχεσθαι; see Begin.
    The city if once it start well goes on increasing: P. πολιτεία ἐάνπερ ἅπαξ ὁρμήσῃ εὖ ἔρχεται... αὐξανομένη (Plat., Rep. 424A).
    Set out: P. and V. ὁρμᾶν, ὁρμᾶσθαι, φορμᾶν, ἀφορμᾶσθαι, ἐξορμᾶν, ἐξορμᾶσθαι, παίρειν, V. στέλλεσθαι, ποστέλλεσθαι.
    With ships or land forces: P. αἴρειν.
    Starting with this force they sailed round: P. ἄραντες τῇ παρασκευῇ ταύτῃ περιέπλεον. (Thuc. 2, 23).
    I would have you save the money with which I started: V. σῶσαί σε χρήμαθʼ οἷς συνεξῆλθον θέλω (Eur., Hec. 1012).
    Be startled: P. and V. φρίσσειν, τρέμειν, ἐκπλήσσεσθαι.
    Start up: P. and V. νίστασθαι, ἐξανίστασθαι, P. ἀνατρέχειν, Ar. and V. νᾴσσειν (also Xen. but rare P.).
    To start with, at first: P. and V. τὸ πρῶτον; see under First.
    ——————
    subs.
    Beginning: P. and V. ἀρχή, ἡ.
    Journey: P. and V. ὁδός, ἡ.
    Putting out to sea: P. ἀναγωγή, ἡ.
    Get a start, v.: P. and V. φθνειν, προφθνειν.
    Get the start of: P. and V. φθνειν (acc.), προφθνειν (acc.), προλαμβνειν (acc.), P. προκαταλαμβνειν (acc.).
    The trireme had a start of about a day and a night: P. (ἡ τριήρης) προεῖχε ἡμέρᾳ καὶ νυκτὶ μάλιστα (Thuc. 3, 49).
    Let me and him have a fair start that we may benefit you on equal terms: Ar. ἄφες ἀπὸ βαλβίδων ἐμὲ καὶ τουτονὶ ἵνα σʼ εὖ ποιῶμεν ἐξ ἴσου (Eq. 1159).
    Shudder: P. and V. τρόμος, ὁ.
    Give one a start: use P. and V. ἔκπληξιν παρέχειν (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Start

  • 16 Two

    adj.
    P. and V. δύο, δισσοί (Dem. 199, also Plat. and Isoc.), V. διπλοῦς, Ar. and V. δίπτυχοι.
    The number two: P. δυάς, ἡ.
    Two together: P. σύνδυο.
    I think I have made more money than any two other sophists together that you like to name: P. οἶμαι ἐμὲ πλείω χρήματα εἰργάσθαι ἢ ἄλλους σύνδυο οὕστινας βούλει τῶν σοφιστῶν (Plat., Hipp. Maj. 282E).
    In two: P. and V. δχα, P. διχῆ.
    Cut in two: P. τέμνειν δίχα.
    In two ways: P. διχῆ.
    Two-fifths: P. τῶν πέντε αἱ δύο μοῖραι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Two

  • 17 View

    subs.
    P. and V. ὄψις, ἡ.
    Range of view: P. ἔποψις, ἡ.
    Spectacle: P. and V. θέα, ἡ, θέαμα, τό, θεωρία, ἡ, ὄψις, ἡ, V. πρόσοψις, ἡ.
    He had a seat that gave a view of all his host: V. ἕδραν γὰρ εἶχε παντὸς εὐαγῆ στρατοῦ (Æsch., Pers. 466).
    Picture: P. and V. γραφή, ἡ; see Picture.
    In view, in sight: P. κάτοπτος, V. ἐπόψιος, προσόψιος.
    Be in view, v.: P. and V. φαίνεσθαι.
    In view of, overlooking: see adj. V. κατόψιος (gen.).
    In sight of: P. and V. ἐναντίον (gen.).
    In consequence of: P. and V. δι (acc.), ἕνεκα (gen.), V. εἵνεκα (gen.); see because of.
    In the light of: P. and V. πρός (acc.).
    Examination, survey: P. and V. σκέψις, ἡ, P. ἐπίσκεψις, ἡ.
    Opinion: P. and V. δόξα, ἡ, γνώμη, ἡ, δόξασμα, τό, V. γνῶμα, τό.
    In my view: P. and V. ὡς ἐμοὶ δοκεῖ.
    All who held the same political views: P. ὅσοι τῆς αὐτῆς γνώμης ἦσαν (Thuc. 1, 113).
    Have in view, intend, v.: P. and V. νοεῖν, ἐννοεῖν; see Intend.
    Supposition: P. ὑπόθεσις, ἡ.
    Point of view: use opinion.
    From my point of view: P. τὸ κατʼ ἐμέ.
    ——————
    v. trans.
    Survey: P. and V. σκοπεῖν, ἐπισκοπεῖν, ἀθρεῖν, ναθρεῖν, θεᾶσθαι, θεωρεῖν, ἐφορᾶν, Ar. and V. ἐποπτεύειν; see Behold.
    Examine: P. and V. ἐξετάζειν, διασκοπεῖν; see Examine.
    Judge, consider: P. and V. γιγνώσκειν, κρνειν; see Consider.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > View

См. также в других словарях:

  • Εμέ, Ανούκ — (Anouk Aimée, Παρίσι 1932 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας ηθοποιού Φρανσουάζ Ντρέιφους (Françoise Sorya Dreyfus). Σπούδασε στο Bauer Therond Dramatic School στο Παρίσι, ενώ είχε ήδη ξεκινήσει, σε ηλικία μόλις 14 ετών, τις εμφανίσεις της… …   Dictionary of Greek

  • Εμέ, Μαρσέλ — (Marcel Aymé, 1902 – Παρίσι 1967). Γάλλος πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Διακρίθηκε για την καυστική σάτιρα των έργων του. Έγραψε μυθιστορήματα, διηγήματα και θεατρικά, από τα οποία σημαντικότερα είναι τα ακόλουθα: Μπριλμπουά (1927), Το… …   Dictionary of Greek

  • ἐμέ — ἐγώ I at least masc/fem acc 1st sg ἐμός mine masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοτόν, Εμέ Ογκίστ — (Aimé Auguste Cotton, Μπουργκ αν Μπρες 1869 – Σεβρ 1951). Γάλλος φυσικός. Αρχικά δίδαξε επί πέντε χρόνια στο πανεπιστήμιο της Τουλούζ και αργότερα αναγορεύθηκε καθηγητής στην École Normale, όπου έμεινε έως το 1920. Το ίδιο έτος ανέλαβε την έδρα… …   Dictionary of Greek

  • κἠμέ — ἐμέ , ἐγώ I at least masc/fem acc 1st sg ἐμέ , ἐμός mine masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἤμ' — ἐμέ , ἐγώ I at least masc/fem acc 1st sg ἐμά , ἐμός mine neut nom/voc/acc pl ἐμά̱ , ἐμός mine fem nom/voc/acc dual ἐμά̱ , ἐμός mine fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐμέ , ἐμός mine masc voc sg ἐμαί , ἐμός mine fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὕμ' — ἐμέ , ἐγώ I at least masc/fem acc 1st sg ἐμά , ἐμός mine neut nom/voc/acc pl ἐμά̱ , ἐμός mine fem nom/voc/acc dual ἐμά̱ , ἐμός mine fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐμέ , ἐμός mine masc voc sg ἐμαί , ἐμός mine fem nom/voc pl ὕμα , ὗμα neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐμέ — ἐμέ , ἐγώ I at least masc/fem acc 1st sg ἐμέ , ἐμός mine masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμ' — ἐμέ , ἐγώ I at least masc/fem acc 1st sg ἐμά , ἐμός mine neut nom/voc/acc pl ἐμά̱ , ἐμός mine fem nom/voc/acc dual ἐμά̱ , ἐμός mine fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐμέ , ἐμός mine masc voc sg ἐμαί , ἐμός mine fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμ' — ἐμέ , ἐγώ I at least masc/fem acc 1st sg ἐμά , ἐμός mine neut nom/voc/acc pl ἐμά̱ , ἐμός mine fem nom/voc/acc dual ἐμά̱ , ἐμός mine fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐμέ , ἐμός mine masc voc sg ἐμαί , ἐμός mine fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»