Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ἐς+τὰ+πρόθυρα

  • 1 преддверие

    преддвери||е
    с
    1. ὁ προθάλαμος, τά πρόθυρα·
    2. перен τό κατώφλι:
    в \преддвериеи στά πρόθυρα· в \преддвериеи гряду́Щих событий στά πρόθυρα τών γεγονότων πού Ερχονται.

    Русско-новогреческий словарь > преддверие

  • 2 нос

    α. προθετ. о -е, на -у, πλθ.α.
    1. μύτη, ρις•

    длинный нос μακριά μύτη•

    нос с горбинкой καμπουρωτή (κυρτή) μύτη•

    курнбс-ный нос μύτη πεπλατυσμένη, σιμή, κουτσούμπή•

    вздрнутый нос ανασηκωμένη μύτη•

    орлиный нос α-έτεια ή γερακοειδής μύτη•

    сплюснотый нос α-νάσιμη μύτη•

    нос картошкой μύτη σαν πατάτα (σιμή).

    2. ράμφος•

    дятловый нос το ράμφος του δρυοκολάπτη.

    3. βλ. носик (2 σημ.).
    4. βλ. носок
    5. πλώρη, πρώρα.
    6. ακρωτήριο, κάβος..
    εκφρ.
    из-под -а (носу) у кого – κάτω από τη μύτη κάποιου (έγγιστα)•
    на -у – στα πρόθυρα, στο κατώφλι (πολύ κοντά)•
    зима на -у – ο χειμώνας είναι στα πρόθυρα•
    под -ом – κάτω από τη μύτη, μπροστά στα μάτια•
    с -а, с -у – (απλ.) από κάθε άτομο•
    - ом к носу – πρόσωπο με πρόσωπο (έγγιστα)•
    вешать нос – κρεμώ τα μούτρα, σκυθρωπάζω•
    драть, задрать (вздрнуть, поднять) нос – σηκώνω ψηλά τη μύτη, ξιπάζομαι, το παίρνω επάνω μου υψηλοφρονώ, περηφανεύομαι•
    поставить (натянуть) нос кого – απατώ, κοροϊδεύω, πιάνω κορόιδο, παίζω τον παπά• δι-αμηχανεύομαι•
    повесить нос (на квинту) ; опустить нос – κατεβάζω (σκύβω) το κεφάλι (θλίβομαι)•
    показывать нос (носы) кому – ερεθίζω κάποιον (βάζοντας το μεγάλο δάχτυλο στη μύτη μου και ανοίγοντας τα υπόλοιπα)•
    совать – χώνω τη μύτη μου ή τη μούρη μου (επεμβαίνω, ανακατεύομαι)•
    утереть нос кому – τον ξεπερνώ, του βάζω γυαλιά, τον περνώ σκάλες•
    уткнуть -; уткнуться -ом – αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά ή απορροφούμαι πλήρως•
    оставить с -омμτφ. γδέρνω, γδύνω, ξεγυμνώνω, αφαιρώ όλα• απατώ, πιάνω κορόιδο•
    остаться с -ом кого – πέφτω σε γκάφα, την παθαίνω•
    в нос говорить – μιλώ με τη μύτη (ένρινα)•
    дальше своего -а не видеть – δε βλέπω παραπέρα από τη μύτη μου•
    не по -у кому – δε γουστάρει σε κάποιον•
    показывать.- куда – εμφανίζομαι, ξεμυτίζω κάπου•
    столкнуться (встретить(ся) нос(сом) к -у – συναντώ απρόοπτα, πέφτω επάνω, τρακάρω•
    перед -ом – μπροστά στη μύτη (εγγύτατα)•
    зарубите это на -у – χαράξτε το καλά στη μνήμη, δέστε κόμπο στο δάχτυλο (για να μήν ξεχάσετε).

    Большой русско-греческий словарь > нос

  • 3 порог

    α.
    1. το κατώφλι τις πόρτας (το δοκάρι).
    2. ξέρα ποταμού.
    3. μτφ. τα πρόθυρα (εγγύτατο σημείο)• κατώτατο όριο•

    порог слышимости το κατώτατο όριο ακουστικότητας.

    εκφρ.
    за порог – από μέσα από το σπίτι (από το κατώφλι)•
    за -ом – έξω από το σπίτι•
    на порог не пускать кого – ούτε στο κατώφλι δεν επιτρέπω σε κάποιον να πατήσει•
    у -а – α) στο κατώφλι, β) στα πρόθυρα, εγγύτατα• οσονούπω.

    Большой русско-греческий словарь > порог

  • 4 трещать

    трещ||а́ть
    несов
    1. τρίζω, τριζοβολώ/ βουίζω (о насекомых)/ τιτιβίζω (о птицах)·
    2. (болтать) разг φλυαρώ·
    3. (быть под угрозой краха) разг εἶμαι ἐτοιμόρροπος, εἶμαι στά πρόθυρα τής χρεωκοπίας:
    дело \трещатьи́т по всем швам ἡ ὑπόθεση πάει νά καταρρεύσει· ◊ голова \трещатьит разг τό κεφάλι μου πάει νά κλατάρει.

    Русско-новогреческий словарь > трещать

  • 5 ворота

    -рот πλθ.
    1. πύλη, αυλόπορτα, αμαξόπορτα, -θύρα, πυλώνας.
    2. (αθλτ.) τέρμα•

    забить мяч в ворота противника βάζω γκολ στο τέρμα του αντίπαλου.

    3. πύλες•

    ворота печени οι πύλες της φλέβας του συκωτιού•

    триумфальные ворота η αψίδα του θριάμβου•

    у -от города στα πρόθυρα της πόλης (πολύ κοντά στην πόλη).

    Большой русско-греческий словарь > ворота

  • 6 грань

    θ.
    1. όριο, σύνορο, διαχωριστική γραμμή. || άκρη, έπακρον, άκρον άωτον, χείλος-μεταίχμιο•

    на -и войны στα πρόθυρα του πολέμου•

    на -и безумия πολύ κοντά στην τρέλλα•

    на -и жизни и смерти στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου.

    2. (μαθ.) έδρα, πλευρά•

    куб имеет шесть -ей ο κύβος έχει έξι έδρες.

    || λοξοκομμένη άκρη.
    3. βλ. гранение.
    4. γωνία, εξέχουσα άκρη αντικειμένου, αγκωνή.

    Большой русско-греческий словарь > грань

  • 7 минута

    θ.
    1. (πρώτο) λεπτό της ώρας•

    он придёт через пять -ут αυτός θα έρθει μετά από πέντε λεπτά•

    сию -у αυτό το λεπτό, αμέσως, πάραυτα•

    подождите -у περιμένετε ένα λεπτό•

    с -ы на -у από λεπτό σε λεπτό.

    2. η στιγμή•

    роковая минута μοιραία στιγμή•

    решительная минута αποφασιστική στιγμή•

    в первую -у он поколебался στην αρχή αυτός ταλαντεύτηκε•

    в данную -у στη δοσμένη στιγμή•

    на -у (για) μια στιγμή, ένα λεπτό•

    настоящая минута αυτή η στιγμή•

    в ту же -у; в ту самую -у την ίδια στιγμή•

    в свободную -у όταν θα είμαι ελεύθερος (δε θα είμαι απασχολημένος).

    3. επίρ. -ами πότε-πότε, κάποτε-κάποτε, που και που.
    4. η οξεία (´) ως υποδιαίρεση.
    εκφρ.
    в одну -у – την ίδια στιγμή, αυτοστιγμεί•
    в -у – στο λεπτό, αμέσως• (одну) -у ένα λεπτό (παράκληση αναμονής)•
    в добрую -у – στα καλά του, στην καλή του (σε ήρεμη κατάσταση)•
    - у внимания – ένα λεπτό προσοχή (παράκληση)•
    без пяти -ут – στα πρόθυρα, πολύ κοντά•
    без пяти -ут инженер – οσονούπω θα γίνει μηχανικός•
    как одна минута (пройти, пролететь) – πολύ γρήγορα (όπως περνά ένα λεπτό).

    Большой русско-греческий словарь > минута

  • 8 накануне

    επίρ. κ. πρόθ.
    την παραμονή την προηγούμενη, την προτεραία•

    накануне праздника την; παραμονή της γιορτής•

    накануне он был совсем здоров την προηγούμενη (μέρα) αυτός ήταν υγιέστατος.

    || στα πρόθυρα, κοντά, πλησίον.

    Большой русско-греческий словарь > накануне

  • 9 преддверие

    ουδ.
    1. (γραπ. λόγος) το πρόθυρο, ο χώρος μπροστά από την πόρτα.
    2. (ανατ.) προθάλαμος•

    преддверие в ушном лабиринте προθάλαμος (αίθουσα) του λαβύρινθου του αυτιού.

    3. μτφ. τα πρόθυρα (οι παραμονές).

    Большой русско-греческий словарь > преддверие

  • 10 стукнуть

    ρ.σ.
    1. χτυπώ•

    стукнуть кулаком по столу χτυπώ με τη γροθιά στο τραπέζι.

    2. κροτώ•

    -в дверь χτυπώ στην πόρτα.

    || μ. (απλ.) σκοτώνω, φονεύω• τραυματίζω. || μτφ. δέρνω.
    3. (για καιρό, χρόνο, εποχή) πλησιάζω, είμαι στα πρόθυρα, χτυπώ την πόρτα.
    4. τσουγκρίζω τα ποτήρια. || απρόσ. (για ηλικία) συμπληρώνω, κλείνω•

    ему -ло шестьдесять αυτός έ κλείσε τα εξήντα.

    εκφρ.
    в голову -ло кому – του κατέβηκε κάποιου στο κεφάλι (η σκέψη)•
    водка -ла в голову ему – τον χτύπησε η βότκα στο κεφάλι (τον μέθυσε).
    χτυπώ, -ιέμαι•

    стукнуть головами χτυπιόμαστε με τα κεφάλια•

    стукнуть лбом об стену χτυπώ με το μέτωπο στον τοίχο.

    Большой русско-греческий словарь > стукнуть

См. также в других словарях:

  • πρόθυρα — πρόθυρον front door neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόθυρ' — πρόθυρα , πρόθυρον front door neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόθυρο — το / πρόθυρον, ΝΜΑ, και προθίουρον Α (στον εν. και συν. στον πληθ.) τα πρόθυρα α) ο χώρος που βρίσκεται μπροστά από τη θύρα ή γύρω από αυτήν (α. «τα πρόθυρα τής Ακαδημίας» β. «οὗτος ὁ Μιλτιάδης κατήμενος ἐν τοῑσι προθύροισι τοῑσι ἑωυτοῡ», Ηρόδ.)… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • ДОМ —    • Domus.     I. Греческий дом.          Весьма трудно представить устройство греческого дома за неимением остатков древнегреческих жилищ и по причине отрывочности, запутанности и неполноты сохранившегося о нем предания (полнее всех известия,… …   Реальный словарь классических древностей

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • Greek Civil War — For the civil wars during the Greek War of Independence, see Greek civil wars of 1824–1825. Greek Civil War Part of the Cold War Map of Balkans should be current Date March 1946–October 1949 …   Wikipedia

  • Atlantikos — Der Kritias (griechisch Κριτίας, latinisiert Critias; auch Ἀτλαντικός Atlantikos genannt[1]) ist ein in Dialogform verfasstes, Fragment gebliebenes Spätwerk des griechischen Philosophen Platon. Es besteht vor allem aus dem auch im Timaios… …   Deutsch Wikipedia

  • Kritias (Platon) — Der Kritias (griechisch Κριτίας, latinisiert Critias; auch Ἀτλαντικός Atlantikos genannt[1]) ist ein in Dialogform verfasstes, Fragment gebliebenes Spätwerk des griechischen Philosophen Platon. Es besteht vor allem aus dem auch im Timaios… …   Deutsch Wikipedia

  • LUGENDI Ritus — apud vett. Rom. variis legibus definitus fuit. Et quidem vestitum quod attinet, in luctu atrati fuêre, h. e. nigrâ, sive pullâ togâ induti. Togae huius meminit Cic. in Pisoniana: Iuv. Sat. 3. l. 1. v. 213. pullatos Proceres: Tac. in funere… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»