-
1 краса
крас||аж1. поэт. уст. ἡ ὁμορφιά, ἡ ὠραιότητα [-ης], τό κάλλος, τό καμάρι:во всей \красае σ' ὅλη της τήν ὁμορφιά·2. (украшение, слава) τό κόσμημα, τό στολίδι. -
2 мозоль
мозольж ὁ ρόζος (на руке)/ ὁ κάλλος (на ноге). -
3 благообразие
-я ουδ.παλ. ευμορφία, ομορφιά, ωραιότητα, κάλλος, θεωρία, θωριά. -
4 король
-α α.1. βασιλιάς, μονάρχης. || υπέρτερος (στο κάλλος, ικανότητα κ.τ.τ.)μονοπωλητής•король нефти βασιλιάς πετρελαίων•
король кожаного мяча βασιλιάς του ποδοσφαίρου.
2. παπάς (φιγούρα παιγνιόχαρτου).3. (σκάκι) βασιλιάς. -
5 краса
-ы θ.1. παλ. ωραιότητα, ομορφιά, κάλλος.2. καλλονή, πεντάμορφη γυναίκα.3. στολίδι, στόλισμα.εκφρ.по всей (своей)1 - – α) σ όλη της την ομορφιά ή φαντασμαγο-ρικότητα. β) ειρν. άσχημα•для -ы – για ομορφιά. -
6 красота
-ы, πλθ. -оты θ.1. ομορφιά, ωραιότητα, κάλλος.2. παλ. πεντάμορφη, καλλονή• -
7 лепота
-к θ. παλ. ομορφιά, ωραιότητα, κάλλος, πλάσμα. -
8 поэзия
-и θ.η ποίηση (λογοτεχνική και κυρίως σε στίχους) δημιουργικό έργο, δημιουργία. || μτφ. ομορφιά, ωραιότητα, κάλλος•поэзия природы η ομορφιά της φύσης•
поэзия жизни η ομορφιά της ζωής.
|| λυρισμός, εγκαρδιότητα. -
9 поэма
-ы θ.1. ποίημα•лирическая поэма λυρικό ποίημα•
эпическая поэма επικό ποίημα.
|| έργο πεζό (με μεγά,λο κύκλο γεγονότων).2. μτφ. ομορφιά, ωραιότητα, κάλλος.3. μουσικό έργο (κυρ ίως λυρικό). -
10 Beauty
subs.P. and V. κάλλος, τό, εὐμορφία, ἡ (Plat.).Of personal appearance: also P. εὐπρέπεια, ἡ, V. καλλονή, ἡ (also Plat. but rare P.), καλλίστευμα, τό.Bloom: P. and V. ὥρα, ἡ.Prize of beauty, V. καλλιστεῖα, τά (rare sing.).Take the prize of beauty, v.: V. καλλιστεύεσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Beauty
-
11 Blunt
adj.P. and V. ἀμβλύς.Rude, unpolished: Ar. and P. ἄγροικος, V. ἄκομψος.Be blunt of speech: P. παρρησιάζεσθαι, V. θρασυστομεῖν, ἐξελευθεροστομεῖν, ἐλευθεραστομεῖν.——————v. trans.Are their swords blunted at the sight of beauty? V. ἆρʼ εἰς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη; (Eur., Or. 1287).With feelings blunted: P. and V. ἀμβλύς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Blunt
-
12 Comeliness
subs.P. and V. κάλλος, το, εὐμορφία, ἡ (Plat.), P. εὐπρέπεια, ἡ, V. καλλονή, ἡ (also Plat. but rare P.), καλλίστευμα, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Comeliness
-
13 Elegance
subs.Love of art: P. φιλοτεχνία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Elegance
-
14 Fineness
subs.Thinness, delicacy: P. λεπτότης, ἡ.Brilliancy: P. λαμπρότης, ἡ.Beauty: P. and V. κάλλος, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fineness
-
15 Grace
subs.Favour, good-will: P. and V. εὔνοια, ἡ, εὐμένεια, ἡ.Beauty: P. and V. κάλλος, τό.They started up ( from sleep), a marvel of grace to behold: V. ἀνῇξαν ὀρθαὶ θαῦμʼ ἰδεῖν εὐκοσμίας (Eur., Bacch. 693).By the grace of Artemis: V. Ἀρτεμίδος εὐνοίαισι (Æsch., Theb. 450).With a good grace: V. πρὸς χάριν.Willingly: use adj., P. and V. ἄσμενος, ἑκών.——————v. trans.Adorn: P. and V. κοσμεῖν, V. ἀγάλλειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Grace
-
16 Loveliness
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Loveliness
-
17 Spruceness
subs.Beauty: P. and V. κάλλος, τό, P. εὐπρέπεια, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Spruceness
См. также в других словарях:
κάλλος — beauty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλλος — (I) ό βλ. κάλος (II). (II) το (AM κάλλος) η ωραιότητα, η καλλονή, η ομορφιά (α. «το ελληνικό κάλλος» β. «αἵ κάλλει ἐνίκων φῡλα γυναικῶν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. στον πληθ. τα κάλλη τα θέλγητρα, οι χάρες («μπρος στα κάλλη τί ν ο πόνος») αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek
κάλλος — το ομορφιά: Μπρος στα κάλλη τι ν ο πόνος (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κἄλλος — ἄλλος , ἄλλος y masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλλει — κάλλος beauty neut nom/voc/acc dual (attic epic) κάλλεϊ , κάλλος beauty neut dat sg (epic ionic) κάλλος beauty neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλλη — κάλλος beauty neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κάλλος beauty neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίων — κάλλος beauty neut gen pl (doric) καλλιόω make more beautiful imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) καλλιόω make more beautiful imperf ind act 1st sg (doric aeolic) καλός beautiful masc/fem nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλῶν — κάλλος beauty neut gen pl (attic epic doric) καταλούομαι spend in bathing pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλλεα — κάλλος beauty neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλλεος — κάλλος beauty neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλλεσι — κάλλος beauty neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)