-
1 Heavily
adv.Ar. and P. βαρέως.Strongly: P. and V. ἐρρωμένως·Seriously: P. and V. δεινῶς.Despondently: P. ἀθύμως (Xen.), δυσθύμως (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Heavily
-
2 Lustily
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lustily
-
3 Mightily
adv.Strongly: P. ἰσχυρῶς, P. and V. ἐρρωμένως; see Vigorously.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mightily
-
4 Powerfully
adv.Strongly: P. ἰσχυρῶς, Ar. also P. ἐρρωμένως.Terribly: P. and V. δεινῶς.Intensely: P. συντόνως, ἰσχυρῶς.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Powerfully
-
5 Robustly
adv.P. and V. ἐρρωμένως.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Robustly
-
6 Stoutly
adv.Strongly: P. ἰσχυρῶς, P. and V. ἐρρωμένως.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Stoutly
-
7 Strongly
adv.P. and V. ἐρρωμένως, P. ἰσχυρῶς.Energetically: P. ἐντόνως, συντόνως.I put the case as strongly as I can: P. ὡς δύναμαι μάλιστα κατατείνας λέγω (Plat., Rep. 367B).Urge strongly, v. intrans.: P. ἰσχυρίζεσθαι, διισχυρίζεσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Strongly
-
8 Sturdily
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sturdily
-
9 Vigorously
adv.Strongly: P. and V. ἐρρωμένως, P. ἰσχυρῶς, ἐγκρατῶς.Energetically: P. and V. σπουδῇ, P. ἐντόνως, συντόνως.Attack vigorously ( with words): P. πολὺς ἐγκεῖσθαι (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Vigorously
См. также в других словарях:
ἐρρωμένως — ἐρρωμένος in good health adverbial ἐρρωμένος in good health masc acc pl (doric) ῥώννυμι strengthen perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερρωμένος — η, ο (Α ἐρρωμένος, η, ον) 1. υγιής, ρωμαλέος, σθεναρός, σωματώδης 2. εύτολμος, ανδρείος 3. (για ενέργειες, διαθέσεις, γνώμες) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «ἐρρωμενεστέραις ταῑς γνώμαις», Ξεν. β. «αντέταξαν ερρωμένην αντίστασιν»). επίρρ...… … Dictionary of Greek
τρίστροφος — ον, Α 1. (για κλωστές) στριμμένος τρεις φορές, καλά στριμμένος («λίνον ἐρρωμένως ἐστραμμένον, ὅσον δίστροφον ἢ τρίστροφον», Ορειβ.) 2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από τρεις στροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στροφος (< στροφή), πρβλ. μονό… … Dictionary of Greek
υπερερρωμένως — Α επίρρ. ισχυρότατα, με πάρα πολύ μεγάλο σθένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐρρωμένως «σθεναρά, ρωμαλέα»] … Dictionary of Greek
χορηγώ — χορηγῶ, έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγώ Α [χορηγός] 1. (στην αρχ. Αθήνα) είμαι χορηγός, καταβάλλω τις δαπάνες για την συγκρότηση δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», Πλούτ.) 2. καταβάλλω την δαπάνη για κάτι, επιδοτώ, επιχορηγώ, χρηματοδοτώ (α … Dictionary of Greek