-
1 επικουρος
I21) помогающий, оказывающий помощь(τινι Thuc., Arph.)
2) оказывающий покровительство(δεσπότης Xen.)
3) вспомогательный(νῆες Plut.)
IIὅ, ἥ1) помощник, защитник(βροτῶν HH.; σωτῆρές τε καὴ ἐπίκουροι Plat.)
2) воен., преимущ. pl. наемники, наемные войска ( в отличие от πολῖται и σύμμαχοι) Hom., Aesch., Her., Thuc. или наемные телохранители Hom., Xen., Thuc.3) мститель(πατρὴ αἱμάτων Eur.)
-
2 Επικουρος
ὅ Эпикур (греч. философ-материалист, уроженец о-ва Самос, 341-270 гг. до н.э.)οἱ περὴ τὸν Ἐπίκουρον Plut. или οἱ ἀμφὴ Ἐπίκουρον Luc., тж. οἱ Ἐπίκουροι Luc. — ученики Эпикура, эпикурейцы
-
3 επίκουρος
ος, ον 1. вспомогательный, подсобный; резервный, запасной;2. (ο) помощник; союзник -
4 ἐπίκουρος
ἐπί|κουρος, ον союзник, помощник pl. оἱ ἐπίκουροι вспомогательные войска -
5 θανατος
(θᾰ) ὅ1) смерть(ἐν τῇ ζωῇ καὴ ἐν πᾶσι θανάτοις Plat.; γένεσις καὴ θ. Arst.; θ. αἰφνίδιος Plut.)
θανέειν οἰκτίστῳ θανάτῳ Hom. — умереть самой жалкой смертью;στρατηγοῦ θάνατον ἀποθνῄσκειν Plut. — умереть смертью полководца;θ. τάδ΄ ἀκούειν Soph. — слышать это - смерти подобно (ср. «горше смерти»);ἥ πληγέ τοῦ θανάτου NT. — смертельная рана;χώρα καὴ σκιὰ θανάτου NT. = ὅ ᾅδης2) умерщвление, убийство(δεσποτῶν Aesch.; οἱ ἐν τῷ φανερῷ θάνατοι Arst.)
ἐπίκουρος ἀδήλων θανάτων Soph. — мститель за неведомо кем совершенное убийство (Лаия);θάνατοι αὐθένται Aesch. — убийство близких3) смертный приговор, казньπολλῶν θανάτων ἄξιος Dem. — достойный тысячи казней;
περὴ θανάτου διώκειν Xen. — преследовать по обвинению, грозящему смертной казнью;θανάτου χρίνεσθαι Thuc. — быть под судом по делу, угрожающему смертным приговором;(κατα)δεῖν τέν ἐπὴ θανάτῳ (sc. δέσιν) Her. — связать для ведения на казнь;4) мертвец, труп -
6 κηπολογος
См. также в других словарях:
Ἐπίκουρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκουρος — helper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… … Dictionary of Greek
επίκουρος — η, ο 1. επικουρικός (βλ. λ.). 2. το αρσ. ως ουσ., επίκουρος βοηθός, σύμμαχος, αρωγός: Έχει επίκουρο στις προσπάθειές του τον Α … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Επίκουρος — ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος από τη Σάμο (4ος αι. π.Χ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
'πίκουρος — ἐπίκουρος , ἐπίκουρος helper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπικούρω — Ἐπίκουρος masc nom/voc/acc dual Ἐπίκουρος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικούρω — ἐπίκουρος helper masc nom/voc/acc dual ἐπίκουρος helper masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπικούροις — Ἐπίκουρος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικούροις — ἐπίκουρος helper masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπικούροισι — Ἐπίκουρος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)