-
1 Beside
prep.Outside of: P. and V. ἔξω (gen.), ἐκτός (gen.), V. ἐκποδών (gen.) (also Xen., but rare P.).Beside the point: P. ἔξω τοῦ πράγματος (Dem. 1318), Ar. and P. ἔξω τοῦ λόγου.Over and above: P. and V. πρός (dat.), ἐπί (dat.).Beside oneself: P. ἔξω ἑαυτοῦ, V. ἔξω φρενῶν, ἔξω γνώμης; see Mad.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Beside
-
2 Reach
v. trans.Arrive at: P. and V. ἀφικνεῖσθαι (εἰς, or ἐπί, acc., V. also acc. alone), εἰσαφικνεῖσθαι (εἰς, acc., V. also acc. alone), ἥκειν (εἰς, acc., V. also acc. alone), Ar. and V. ἱκνεῖσθαι (εἰς, acc., or acc. alone), V. ἱκάνειν (εἰς, acc. or acc. alone), ἐξικνεῖσθαι (εἰς, acc., ἐπί, acc., πρός, acc., or acc. alone).Gain: P. λαμβάνεσθαι (gen.), ἀντιλαμβάνεσθαι (gen.); see under Gain.Used absol., P. and V. ἐξήκειν, ἐφήκειν, V. προσήκειν.Reach with a missile: P. ἐφικνεῖσθαι (gen. or absol.), διικνεῖσθαι ( absol).Attain: P. and V. ἐξικνεῖσθαι (gen. or acc.), τυγχάνειν (gen.), ἐφάπτεσθαι (gen.), Ar. and V. ἀνθάπτεσθαι (gen.), κυρεῖν (gen.), P. ἐφικνεῖσθαι (gen.); see Attain.V. intrans. Extend (of territory, etc.): P. and V. τείνειν, P. καθήκειν, διήκειν, ἐφικνεῖσθαι, προσήκειν (Xen.).Reach down to: P. καθίεσθαι πρός (acc.).Cover a distance: P. ἐπέχειν (Thuc. 2, 77).If our money reach so far ( be sufficient): P. ἂν ἐξικνῆται τὰ ἡμέτερα χρήματα (Plat., Prot. 311D).Reach out, extend: P. and V. προτείνειν, ἐκτείνειν, ὀρέγειν (Plat.).Reach out after: P. and V. ὀρέγεσθαι (gen.).Reach safely: see under Safely.——————subs.Range of a missile: P. and V. βολή, ἡ, P. φορά, ἡ.Beyond the reach of prep.:use P. and V. ἔξω (gen.), ἐκτός (gen.).In reach of: P. and V. ἐντός (gen.).In the reach of, in the power of: P. and V. ἐπί dat.).Within reach, ready to hand, adj.: P. and V. πρόχειρος.Reach ( of a river), subs.: P. κέρας, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Reach
-
3 Foreign
adj.Barbarous: P. and V. βάρβαρος.Imported: P. and V. ἐπακτός, ἐπείσακτος, V. θυραῖος.Fareign to, alien to: P. ἀλλότριος (gen.), or use prep. ἔξω (gen.).Provisions such as would be needed for foreign service: P. τὰ ἐπιτήδεια οἷα εἰκὸς ἐπὶ ἔξοδον ἔκδημον ἔχειν (Thuc. 2, 10).In foreign parts: see Abroad.Foreign affairs: P. and V. τὰ ἔξω.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Foreign
-
4 Turn
v. trans.P. and V. τρέπειν, στρέφειν, ἐπιστρέφειν.Translate: P. μεταφέρειν.Let us turn our steps from this path: V. ἔξω τρίβου τοῦδʼ ἴχνος ἀλλαξώμεθα (Eur., El. 103).Turn a corner: Ar. and V. κάμπτειν.Where are you turning your head? Ar. τὴν κεφάλην ποῖ περιάγεις; ( Pax, 682).Turn one's neck: P. περιάγειν τὸν αὐχένα (Plat., Rep. 515C).Turn on a lathe: Ar. and P. τορνεύειν.V. intrans. P. and V. τρέπεσθαι, στρέφεσθαι, ἐπιστρέφεσθαι.Turn in the race-course: V. κάμπτειν (Soph., El. 744).Become: P. and V. γίγνεσθαι.Turn about: see Turn back (Turn).Turn against, estrange, v. trans.: P. ἀλλοτριοῦν, ἀπαλλοτριοῦν.Embroil: Ar. and P. διιστάναι.Betray: P. and V. προδιδόναι.Turn from its course: P. παρατρέπειν, P. and V. ἐκτρέπειν, ὑπεκτρέπειν, V. παρεκτρέπειν, διαστρέφειν; see Divert.Turn aside, v. intrans.: P. and V. ἐκτρέπεσθαι, ὑπεκτρέπεσθαι, ἀποτρέπεσθαι, ἀποστρέφειν (or pass.), P. παρατρέπεσθαι, ἐκκλίνειν.Turn away: see Turn aside (Turn).Send back: Ar. and P. ἀποπέμπειν.Turn back, v. intrans.: P. and V. ἀποστρέφειν (or pass.), ὑποστρέφειν (or pass.), ἀναστρέφειν, Ar. and P. ἐπαναστρέφειν.Turn from, v. trans., deter: Ar. and P. ἀποτρέπειν; see deter; v. intrans., V. ἀποτρέπεσθαι (acc.), Ar. and V. ἀποστρέφεσθαι (acc.) (also Xen.), P. ἀποτρέπεσθαι ἐκ (gen.).Desist from: P. and V. ἀφίστασθαι (gen.), ἐξίστασθαι (gen.), V. μεθίστασθαι (gen.).Turn into, change into, v. trans.: P. μεταλλάσσειν (εἰς. acc.).Turn into a beast: V. ἐκθηριοῦσθαι.Change into: P. μεταβαίνειν εἰς (acc.), μεταβάλλειν εἰς (acc.) or ἐπί (acc.).Turn out, manufacture, v. trans.: see Manufacture.Be turned out of doors: P. and V. ἐκπίπτειν.Turn out, result, v. intrans.: P. and V. ἐκβαίνειν, τελευτᾶν, ἐξέρχεσθαι, P. ἀποβαίνειν, V. τελεῖν, ἐξήκειν, ἐκτελευτᾶν, Ar. and P. συμφέρεσθαι.Turn over in one's mind: see Ponder.Turn over a new leaf: V. μεθαρμόζεσθαι βελτίω βίον (Eur., Alc. 1157).Turn round, v. trans.: P. and V. ἀνακυκλεῖν (pass. in Plat.), ἐπιστρέφειν, περιάγειν (Eur., Cycl. 686).Change: P. περιίστασθαι.Not turning round, adj.: V. ἄστροφος (Soph., O. C. 490).Turn tail: P. and V. ὑποστρέφειν, V. νωτίζειν; fly.Turn to, have recourse to: P. and V. τρέπεσθαι πρός (acc.), P. καταφεύγειν εἰς, or πρός (acc.), V. φεύγειν εἰς (acc.).Turn to account: P. and V. χρῆσθαι (dat.).Capsize: V. ὑπτιοῦσθαι.——————subs.Opportunity: P. and V. ὥρα, ἡ, καιρός, ὁ.Turn of the scale, met.: P. and V. ῥοπή, ἡ.Twist, trick: P. and V. στροφή, ἡ.He will wait the turn of events: P. προσεδρεύσει τοῖς πράγμασι (Dem. 14).The pair had hardly taken two or three turns ( in walking) when Clinias enters: P. οὔπω τούτω δύʼ ἢ τρεῖς δρόμους περιεληλυθότε ἤτην καὶ εἰσέρχεται Κλεινίας (Plat., Euthy. 273A).Duty coming round by rotation: P. and V. μέρος, τό.In order: P. and V. ἐφεξῆς, ἑξῆς.By relays: P. κατʼ ἀναπαύλας.Alternately: P. and V. παραλλάξ.In turn: P. and V. ἐν μέρει, ἐν τῷ μέρει.I will speak in your turn: P. ἐγὼ ἐρῶ ἐν τῷ σῷ μέρει (Plat., Symp. 185D).In return: P. and V. αὖ, αὖθις.In compounds: use ἀντι, e. g.hear in turn: P. and V. ἀντακούειν (Xen.).Be captured in turn: V. αὖθις ἀνθαλίσκεσθαι.Out of turn: P. παρὰ τὸ μέρος (Xen.).They took it in turns to sleep and do the rowing: P. οἱ μὲν ὕπνος, ἡροῦντο κατὰ μέρος, οἱ δὲ ἤλαυνον (Thuc. 3, 49).Taking one's turn: use adj., P. and V. διάδοχος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Turn
-
5 Case
subs.For a shield: Ar. and V. σάγμα, τό.Sheath: P. and V. κολεός, ὁ (Xen.), V. περιβολαί, αἱ.Question, matter: P. and V. πρᾶγμα, τό.Ground for legal action: P. ἀγώνισμα, τό.When the case comes on: P. ἐνεστηκυίας τῆς δίκης.The case having already gone against him: P. κατεγνωσμένης ἤδη τῆς δίκης (Dem. 872).Lose one's case: P. ἀποτυγχάνειν τοῦ ἀγῶνος (Dem. 1175).Aphobus having already lost his case against me: P. ὀφλόντος μοι τὴν δίκην Ἀφόβου (Dem. 866).Win one's case: P. ἐπιτυγχάνειν τοῦ ἀγῶνος (Dem. 1175), δίκην αἱρεῖν.Decide cases of murder and wounding: P. δικάζειν φόνου καὶ τραύματος (Dem. 628).Excuse, plea: P. ἀπολογία, ἡ.Circumstances: P. and V. πράγματα, τά.Have nothing to do with the case: P. ἔξω τοῦ πράγματος εἶναι (Dem. 1318).In any case: P. and V. πάντως, πάντη.In my case: P. τοὐμὸν μέρος.In this case: P. and V. οὕτως.In that case: P. ἐκείνως.This is so in all cases: P. ἐπὶ πάντων οὕτω τοῦτʼ ἔχει (Dem. 635).It is not a case for: P. and V. οὐκ ἔργον (gen.).Since the case stands thus: P. and V. τούτων οὕτως ἐχόντων, V. ὡς ὧδʼ ἐχόντων, ὡς ὧδʼ ἐχόντων τῶνδε.Thus stands my case: P. and V. οὕτως ἔχει μοι.And such indeed was the case: P. καὶ ἦν δὲ οὕτως.This would now be the case with the Athenians: P. ὅπερ ἄν νῦν Ἀθηναῖοι πάθοιεν (Thuc. 6, 34).I myself am in the same case as the majority: P. αὐτὸς ὅπερ οἱ πολλοὶ πέπονθα (Plat., Meno. 95C).As is generally the case: P. οἷα... φιλεῖ γίγνεσθαι (Thuc. 7, 79).As is generally the case with large armies: P. ὅπερ φιλεῖ μεγάλα στρατόπεδα (Thuc. 4, 125).The facts of the case: see under Fact.——————v. trans.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Case
-
6 Direction
subs.Guidance, act of guiding: P. ὑφήγησις, ἡ.Management: P. διοίκησις, ἡ, διαχείρισις, ἡ.Rule: P. and V. ἀρχή, ἡ, κράτος, τό.Leadership: P. ἡγεμονία, ἡ.Command: P. πρόσταγμα, τό, ἐπίταγμα, τό; see Command.Road: P. and V. ὁδός, ἡ.In what direction? P. and V. ποῖ; V. ποτέρας τῆς χερός; (Eur., Cycl. 681); indirect, P. and V. ὅποι.In every direction: P. πανταχόσε, Ar. and P. πανταχοῖ.One in one direction, one in another: P. and V. ἄλλος ἄλλοσε.Keeping his eyes in one direction, his thoughts in another: ἄλλοσʼ... ὄμμα θἀτέρᾳ δε νοῦν ἔχων (Soph., Tr. 272).Out of its true direction ( of a weapon): P. ἔξω τῶν ὅρων τῆς αὑτοῦ πορείας (Antiphon, 121).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Direction
См. также в других словарях:
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek