-
1 jubileum
επέτειος -
2 výročí
επέτειος -
3 anniversary
επέτειος -
4 rocznica
επέτειος -
5 годовщина
-ы θ.επέτειος, επετηρίδα• 25 марта 1821 года, επέτειος της 25ης Μάρτη 1821• годовщина освобождения, επέτειος απελευθέρωσης. -
6 годовщина
годовщина ж η επέτειος столетняя \годовщина η εκατονταετηρίδα* * *жη επέτειοςстоле́тняя годовщи́на — η εκατονταετηρίδα
-
7 юбилей
юбилей м το ιωβηλαίο, η επέτειος; отмечать (или праздновать) \юбилей γιορτάζω το ιωβηλαίο* * *мτο ιωβηλαίο, η επέτειοςотмеча́ть ( или пра́здновать) юбиле́й — γιορτάζω το ιωβηλαίο
-
8 годовщина
годовщинаж ἡ ἐπέτειος, ἡ ἐπετηρίς:\годовщина Великой Октябрьской социалистической революции ἡ ἐπέτειος τῆς Μεγάλης Όχτωβριανής σοσιαλιστικής ἐπανάστασης. -
9 знамеиательный
знамеиательн||ыйприл σημαντικός, ἀξιοσημείωτος:\знамеиательныйые события τά σημαντικά γεγονότα· \знамеиательныйая да́та ἡ (στορική ἐπέτειος. -
10 пятидесятилетний
пятидесятилетнийприл πενηντάχρο-νος, πενηντάρης, πεντηκονταετής, πεντη-κοντοότης:\пятидесятилетний юбилей τά πενηντάχρονα, ἡ πεντηκονταετηρίς, ἡ πεντηκοστή ἐπέτειος· \пятидесятилетний человек ὁ πενηντάρης, ὁ πεν-τηκοντούτης. -
11 сорокалетний
сорокалетнийприл σαραντάχρονος, τεσσαρακονταετής (продолжающийся сорок лет) / σαραντάρης, τεσσαρακοντούτης (о возрасте):\сорокалетний юбилей τά σαραντάχρονα, ἡ τεσσαρακονταετής ἐπέτειος. -
12 сотый
сот||ыйприл ἐκατοστός:\сотыйая годовщина ἡ ἐκατονταετή ρίδα [-ις], ἡ ἐκατοστή ἐπέτειος. -
13 трехлетний
трехлетн||ийприл τριετής, τρίχρονος:\трехлетнийяя годовщина ἡ τρίτη ἐπέτειος, ἡ τριετηρίδα, ἡ τριετηρίς· \трехлетнийее отсутствие ἡ τριετής ἀπουσία· \трехлетнийяя девочка κοριτσάκι τριών χρονών \трехлетний срок ἡ τριετής προθεσμία. -
14 юбилей
юбилейм τό ίωβηλαΐο[ν], ἡ ἐπέτειος:столетний \юбилей ἡ ἐκατονταετηρίδα [-ίς]· праздновать, отмечать \юбилей ἐορτάζω τό ιωβηλαίο. -
15 anniversary
[ænə'və:səri]plural - anniversaries; noun(the day of the year on which something once happened and is remembered: We celebrated our fifth wedding anniversary.) επέτειος -
16 jubilee
['‹u:bili:](a celebration of a special anniversary (especially the 25th, 50th or 60th) of some event, eg the succession of a king or queen: The king celebrated his golden jubilee (= fiftieth anniversary of his succession) last year.) επέτειος, ιωβηλαίο -
17 годовщина
[γκανταβστσίνα] ουσ θ. επέτειος -
18 юбилей
[γιουμπιλιέϊ] ουσ. α. επέτειος -
19 годовщина
[γκανταβστσίνα] ουσ θ. επέτειος -
20 юбилей
[γιουμπιλιέϊ] ουσ α επέτειος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπέτειος — annual masc nom sg ἐπέτειος annual masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επέτειος — η (AM ἐπέτειος, ον και ος, ία, ον) νεοελλ. η ημέρα κατά την οποία συμπληρώνεται χρόνος ή αριθμός ετών από τότε που συνέβη σημαντικό γεγονός («εθνική επέτειος») αρχ. μσν. 1. αυτός που συμβαίνει, που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο («τήν ἐπέτειον… … Dictionary of Greek
επέτειος — η η ημέρα της συμπλήρωσης ενός χρόνου ή ορισμένων χρόνων από τότε που συνέβη κάποιο σημαντικό γεγονός, το οποίο την ημέρα αυτή γιορτάζεται ή μνημονεύεται: Η επέτειος του γάμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπετείως — ἐπέτειος annual adverbial ἐπέτειος annual masc acc pl (doric) ἐπέτειος annual adverbial ἐπέτειος annual masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέτειον — ἐπέτειος annual masc acc sg ἐπέτειος annual neut nom/voc/acc sg ἐπέτειος annual masc/fem acc sg ἐπέτειος annual neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετείων — ἐπέτειος annual fem gen pl ἐπέτειος annual masc/neut gen pl ἐπέτειος annual masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετείοις — ἐπέτειος annual masc/neut dat pl ἐπέτειος annual masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετείοισι — ἐπέτειος annual masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἐπέτειος annual masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετείου — ἐπέτειος annual masc/neut gen sg ἐπέτειος annual masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετείους — ἐπέτειος annual masc acc pl ἐπέτειος annual masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέτεια — ἐπέτειος annual neut nom/voc/acc pl ἐπέτειος annual neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)