-
1 επιτίθεμαι
(αόρ. επιτέθηκα), επιτίθεμαιημι (αόρ. επετέθην) μετ.1) нападать, наступать, атаковать; 2) перен. выступать, высказываться против -
2 ἐπιτίθεμαι
-
3 επιτίθεμαι
[эпититэмэ] ρ нападать, атаковать. -
4 επιτιθημι
(fut. ἐπιθήσω, pf. ἐπιτέθεικα; med. ἐπιτίθεμαι; в знач. pass. употр. преимущ. ἐπίκειμαι)1) класть, ставить, расставлять(εἴδατα πολλά Hom.)
τέλος ἐπιθεῖναί τινι Hom. — положить конец чему-л.2) накладывать, взваливать(ἀσκοὺς ἐπὴ τῶν ὄνων Her.; βάρος τινί Xen.)
; погружать, грузить(νηυσί τι Hom.)
3) наваливать, наносить(φάκελον ξύλων Eur.)
4) возлагать(χεῖράς τινι Hom.)
5) возлагать на алтарь, приносить в жертву(μηρία Ἀπόλλωνι Hom.)
6) приставлять, придвигать(λίθον θύρῃσιν Hom.)
ἐπιτίθεσθαι πύλας τοῖς ὠσί Plat. — затыкать себе уши7) прикладывать(φάρμακον Hom.)
8) давать, выдавать, выплачивать(μισθόν τινι Polyb.)
9) водружать, воздвигать, ставить(στήλην ἐπὴ τὸ ἕρμα Her.)
10) надевать(καλύπτρην κεφαλῇ Hom.)
11) прилаживать, приделывать(κολλητὰς θύρας Hom.)
12) прилагать (что-л. к чему-л.)ἐ. ὄνομα Plat., Arst.; — давать имя, нарекать
13) налагать, накладывать(ζημίαν τινί Her.)
ἐ. τιμωρίαν ὑπέρ τινος Dem. — мстить за что-л.14) (пред)назначать, готовить(κακὸν μόρον τινί Hom.)
15) насылать(ἄλγεα Τρωσί Hom.)
16) добавлять, присоединять(ἕβδομον ἦμαρ Hom.)
; прибавлять(ἐτέων μάλα πολλά Hes.)
κολοφῶνα ἐ. τινί Plat. — завершать что-л.;πίστιν ἐ. Dem. — верить, доверять (досл. давать веру)17) вкладывать, внушать(ἄτην φρεσί τινι Hom.; ἐπιτίθεσθαι φόβον τινί Xen.)
18) (при)давать, даровать(κράτος τινί Hom.)
; доставлять(κῦδός τινι Hom.)
19) перен. склонять, благосклонно обращать(φρένα ἱεροῖσιν Hom.)
20) вручать, передавать(ἐπιστολήν τινι Dem.)
; отправлять, посылать(ἐς Αἴγυπτόν τι Hom.)
21) med. приступать, приниматься (за что-л)(γράφειν τι Isocr.)
ἐ. τῇ πείρᾳ Thuc. — делать попытку;δικαιοσύνην ἐπιθέμενος ἤσκεε Her. — (Дейок) принялся насаждать справедливость22) med. предаваться (чему-л.), посвящать себя(τοῖς πολιτικοῖς Plat.)
23) med. совершать нападение, нападать(τῇ Εὐβοίῃ Her.; τῷ δήμῳ Thuc.)
24) med. пытаться (захватить), стремиться25) med. возлагать (в виде поручения), приказывать(τινί τι Her.)
-
5 εμβολή
η1) мор. столкновение (судов); 2) таран;κτυπώ (επιτίθεμαι) με εμβολή — идти на таран;
3) мор. абордаж;τό άγημα της εμβολής — штурмовой отряд (при абордаже);
4) мед. эмболия; инфаркт;5) забивание, затыкание, заделывание; 6) тех отвод (воды) -
6 νώτα
τα1) спина; хребет;του έστρεψα τα νώτα — а) я повернулся к нему спиной; — б) перен. я показал ему спину;
2) тыл;στα νώτα — в тылу;
κάνω επίθεση από τα νώτα — или επιτίθεμαι ( — или προσβάλλω) εκ των νώτων — нападать, атаковать с тыла, сзади;
См. также в других словарях:
επιτίθεμαι — επιτίθεμαι, επιτέθηκα βλ. πίν. 138 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἐπιτίθεμαι — ἐπιτίθημι lay pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιθέτω — και μέσ. επιτίθεμαι (AM ἐπιτίθημι και μέσ. ἐπιτίθεμαι) 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, εφαρμόζω 2. βάζω κάτι στην κορυφή 3. μέσ. επιτίθεμαι εφορμώ, κάνω επίθεση εναντίον κάποιου νεοελλ. μέσ. αντιτίθεμαι, ελέγχω με σφοδρότητα κάποιον… … Dictionary of Greek
επελαύνω — (AM ἐπελαύνω) [ελαύνω] 1. επιτίθεμαι έφιππος 2. επιτίθεμαι ορμητικά αρχ. μσν. διέρχομαι, διασχίζω αρχ. 1. οδηγώ κάπου («τὰς ἁμάξας ἐπελαύνουσι», Ηρόδ.) 2. τοποθετώ πάνω σε μια επιφάνεια μέταλλο σφυρηλατημένο σε πλάκες («ἐπὶ δ ὄγδοον ἤλασε χαλκόν» … Dictionary of Greek
επικαταθέω — ἐπικαταθέω (Α) τρέχω ή επιτίθεμαι εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατα θέω «επιτίθεμαι, εισβάλλω»] … Dictionary of Greek
επιλαμβάνομαι — (AM ἐπιλαμβάνω μεσ. ἐπιλαμβάνομαι) [λαμβάνω] μέσ. καταπιάνομαι με κάτι, επιχειρώ (α. «ἡ δικαιοσύνη ἐπελήφθη τῆς ὑποθέσεως» β. «πράξεων μεγάλων καὶ λαμπρῶν ἀγώνων ἐπιλαβόμενος», Πλούτ.) αρχ. μσν. 1. συγκρατώ, εμποδίζω («τὴν ῥῑν’ ἐπιλαβοῡσα»,… … Dictionary of Greek
επιχειρώ — (AM ἐπιχειρῶ, έω) 1. δοκιμάζω, καταπιάνομαι με κάτι (α. «ἐπιχειρεῑ τὰ ἀδύνατα» β. «ὅς τῇ διώρυχι ἐπεχείρησε πρῶτος», Ηρόδ.) 2. προσπαθώ να κάνω κάτι («επιχείρησε να μιλήσει, αλλά δεν τόν άφησαν») αρχ. 1. απλώνω το χέρι μου σε κάτι («oἱ μὲν δείπνῳ … Dictionary of Greek
επιχράω — (I) ἐπιχράω (Α) αγγίζω την επιφάνεια, αγγίζω ελαφρά («τυτθόν ἐπέχραε δέρμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. επιχράω (II). Η σημ. «αγγίζω ελαφρά» απαντά στους μεταγενέστερους ποιητές]. (II) ἐπιχράω (Α) 1. επιτίθεμαι, εφορμώ («ὡς δὲ λύκοι ἄρνεσσιν ἐπέχραον ἢ… … Dictionary of Greek
επορούω — ἐπορούω (Α) 1. επιτίθεμαι με ορμή («οἱ δὲ λύκοι ὣς ἀλλήλοις ἐπόρουσαν», Ομ. Ιλ.) 2. κατευθύνομαι βιαστικά προς κάποιον («Τυδεΐδῃ δ’ ἐπόρουσε θεά», Ομ. Ιλ.) 3. (για τον ύπνο) έρχομαι ξαφνικά («ὅτε ὁ γλυκὺς ὕπνος λυσιμελὴς ἐπόρουσε», Ομ. Ιλ.).… … Dictionary of Greek
καθάπτω — (AM καθάπτω, Α ιων. τ. κατάπτω) 1. συνάπτω δύο πράγματα, συνδέω, προσδένω το ένα πάνω στο άλλο 2. (το μέσ.) καθάπτομαι θίγω, προσβάλλω, διασύρω, επιτίθεμαι (α. «το δημοσίευμα καθάπτεται τής τιμής τού στρατηγού» β. «ἴσως ἄν μου δικαίως καθάπτοιντο … Dictionary of Greek
κατεπιφύομαι — (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) λυμαίνομαι μια χώρα 2. επιτίθεμαι, εφορμώ εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπιφύομαι «βλαστάνω επιτίθεμαι»] … Dictionary of Greek