Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Английский
ἐπισπασμός
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
επισπασμός — ἐπισπασμός, o (Α) [επισπώ] 1. εισπνοή 2. (για φίδι) σύρσιμο 3. νύξη, υπαινιγμός 4. αποκόλληση τού εμβρύου 5. απορρόφηση … Dictionary of Greek
ἐπισπασμός — rapid respiration masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπασμοῖς — ἐπισπασμός rapid respiration masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπασμοῦ — ἐπισπασμός rapid respiration masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπασμούς — ἐπισπασμός rapid respiration masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπασμῷ — ἐπισπασμός rapid respiration masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισπασμόν — ἐπισπασμός rapid respiration masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)