Перевод: с немецкого на все языки
ἐπιπλώσας
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ἐπιπλώσας — ἐπιπλώσᾱς , ἐπιπλάζω fut part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἐπιπλώσᾱς , ἐπιπλάζω fut part act fem gen sg (doric) ἐπιπλώσᾱς , ἐπιπλέω sail upon aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπλώνω — (I) εφοδιάζω με έπιπλα, βάζω σε δωμάτιο ή σε σπίτι τα απαραίτητα έπιπλα («επιπλωμένο σπίτι, δωμάτιο, γραφείο» κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έπιπλο( ν). Η λ. επιπλώ, όω μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις]. (II) ἐπιπλώνω (Μ) εκτείνω, απλώνω… … Dictionary of Greek