Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐπινίκια

  • 1 Victory

    subs.
    P. and V. νκη, ἡ, κρτος, τό.
    Win a victory: P. and V. νικᾶν, κρατεῖν.
    Win a great victory: P. and V. πολ νικᾶν, P. παρὰ πολύ νικᾶν.
    Each side claimed the victory: P. ἑκάτεροι νικᾶν ἠξιοῦν (Thuc. 1, 55), ἑκάτεροι τὴν νίκην προσεποιήσαντο (Thuc. 1, 54).
    Prize of victory: P. and V. νικητήριον, τό (in P., pl. and generally so in V.). V. ἐπινκια, τά.
    Offer sacrifices for victory: P. ἐπινίκια θύειν.
    Win a victory whose fruit is tears: V. δάκρυα νικηφορεῖν (Eur., Bacch. 1147).
    ——————
    Νκη, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Victory

  • 2 триумф

    α.
    θρίαμβος (επινίκια πομπή, γιορτασμός). || λαμπρή επιτυχία•

    триумф русского балета θρίαμβος του ρωσικού μπαλέτου.

    Большой русско-греческий словарь > триумф

  • 3 After

    prep.
    Of time, place or
    degree: P. and V. μετ (acc.).
    Of time: P. and V. ἐκ (gen.), ἐπ (dat.).
    Just after ( of time): Ar. and P. πό (acc.).
    After a time ( interval): P. and V. διὰ χρόνου.
    After dinner: Ar. πὸ δείπνου.
    Producing argument after argument: P. λόγον ἐκ λόγου λέγων (Dem.).
    One after another: V. ἄλλος διʼ ἄλλου.
    In search of: P. and V. ἐπ (acc.).
    On the day after the mysteries: P. τῇ ὑστεραίᾳ τῶν μυστηρίων (Andoc. 15).
    On the day after he was offering sacrifice for victory: P. τῇ ὑστεραίᾳ ἢ ᾗ τὰ ἐπινίκια ἔθυεν (Plat., Symp. 173A).
    Shortly after this: P. μετὰ ταῦτα οὐ πολλῷ ὕστερον (Thuc. 1, 114).
    Immediately after the naval engagement at Corcyra: P. εὐθὺς μετὰ τὴν ἐν Κερκύρᾳ ναυμαχίαν (Thuc. 1, 57).
    ( Be named) after: P. and V. ἐπ (gen. or dat.).
    Behind: P. and V. ὄπισθεν (gen.).
    After all: P. and V. ρα, V. ἆρα.
    How mad I was after all, ( though I did not know it): Ar. ὡς ἐμαινόμην ἄρα (Nub. 1476).
    ——————
    adv.
    Of time: P. and V. ὕστερον, V. μεθύστερον.
    Those who come after: P. and V. οἱ ἔπειτα, P. οἱ ἐπιγιγνόμενοι, V. οἱ μεθύστεροι; see Descendant.
    Of place: P. and V. ὕστερον, ὄπισθεν; see Behind.
    ——————
    conj.
    P. and V. ἐπεί, ἐπειδή; see When.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > After

  • 4 Prize

    subs.
    P. and V. ἆθλον, τό.
    Take the prize, v.: P. and V. ριστεύειν (Plat.).
    Prize of victory, subs.: P. and V. νικητήρια, τά, V. ἐπνκια, τά.
    First prize: P. πρωτεῖα, τά (rare sing.).
    Second prize: P. δευτερεῖα, τά.
    Third prize: P. τριτεῖα, τά.
    Prize of valour: P. and V. ριστεῖα, τά (rare sing.), V. καλλιστεῖα, τά.
    Win the prize of valour, v.: P. and V. ριστεύειν (Plat.).
    Prize of beauty, subs.: V. καλλιστεῖα, τά (rare sing.).
    Win the prize of beauty, v.: V. καλλιστεύεσθαι.
    Quarry, subs.: P. and V. ἄγρα, ἡ (Plat. but rare P.) ἄγρευμα, τό (Xen.), θήρα, ἡ (Xen.), V. θήραμα, τό.
    ——————
    v. trans.
    P. περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι, περὶ παντὸς ἡγεῖσθαι. V. πολλῶν ἀξιοῦν.
    Honour: P. and V. τιμᾶν.
    Heed: P. and V. ἐπιστρέφεσθαι (gen.), κήδεσθαι (gen.) (rare P.), φροντίζειν (gen.), V. ἐναριθμεῖσθαι, προκήδεσθαι (gen.).
    Prize-work, show-piece: P. ἀγώνισμα, τό (Thuc. 1, 22).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Prize

См. также в других словарях:

  • επινίκια — τα ο εορτασμός της νίκης, γιορτές για τον πανηγυρισμό της νίκης, τα νικητήρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπινίκια — ἐπῑνίκια , ἐπινίκιος of victory neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЭПИНИКИЙ —    • Έπινίκια, τα,          у греков        1. победные празднества в честь победителя в великих торжественных играх, состоявшие из большого праздничного пира; они устраивались или самим победителем, или же его друзьями;        2. Έπινίκια… …   Реальный словарь классических древностей

  • θρίαμβος — I Δημόσια πανηγυρική τελετή που πραγματοποιούσαν οι νικητές στρατηγοί στην αρχαία Ρώμη. O θ. οργανωνόταν μόνο ύστερα από αίτηση του στρατηγού δικτάτορα, ύπατου, ανθύπατου ή πραίτορα και με άδεια της Συγκλήτου. Περιλάμβανε μια μεγάλη πομπή, η… …   Dictionary of Greek

  • επινίκιος — α, ο (AM ἐπινίκιος, ον) [νίκη] 1. αυτός που άδεται ή τελείται για να γιορταστεί η νίκη («επινίκιος ύμνος», «ἐπινίκιος πομπή», «επινίκιο άσμα») 2. φρ. «ἐπινίκιος Ὕμνος» ο ὕμνος «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ...» στην αγία αναφορά τής Θείας… …   Dictionary of Greek

  • ευωχούμαι — έομαι (Α εὐωχοῡμαι, έομαι και ενεργ. εὐωχῶ, έω) συμποσιάζω, διασκεδάζω, ξεφαντώνω, γλεντοκοπώ, χαροκοπώ αρχ. 1. προσφέρω γεύμα, φιλεύω κάποιον 2. (για ζώα) διατρέφω καλά 3. παρέχω τροφή 4. (για κάθε είδους απόλαυση) παρέχω πλούσια, προσφέρω… …   Dictionary of Greek

  • РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …   Реальный словарь классических древностей

  • Пиндар — Содержание 1 Жизнь 2 Творчество 3 Влияние …   Википедия

  • Вакхилид — Содержание 1 Жизнь 2 Творчество 3 Влияние …   Википедия

  • побѣдьныи — (35) пр. Относящийся к побѣда в 1 знач.: повелѣваѥть бо сѹща˫а подъ нимь мнихы иконы въ рꙊкахъ при˫ати. и сихъ носити выспрь… пѣсни побѣдьныѥ побѣдителю х҃сѹ въспѣвающе. (ἐπινικίους) ЖФСт к. XII, 117 об.; тѣмь же и мы ˫ако и отроци побѣдьны˫а… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • POETA — per excellentiam dictus Homerus, Athenaeo, l. 1. Dicaearcho in Vita Graeciae, Iustiniano, Institut. de Iur. G. Nat. Harpocrationi in Homeridae, Hesychio, Quintiliano, Institut. Orator. l. 8. c. 5. Senecae, Ep. 58. Aliis: cuius rei causam habes… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»