Перевод: с русского на все языки
ἐπι-πολάζω
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ευεπιπόλαστος — εὐεπιπόλαστος, ον (Α) (για τροφή) αυτός που εύκολα ξαναγυρίζει στον οισοφάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι πολάζω «βρίσκομαι στην επιφάνεια»] … Dictionary of Greek
υπερπολάζω — Α πλημμυρίζω («ἐπειδὴ δὲ ὑπερεπόλασεν ἡ ἐντός, βιάσασθαι καὶ ἀπερᾱσαι τὸ πλεονάζον», Στράβ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από την πρόθεση ὑπέρ, πιθ. κατά το ρ. ἐπι πολάζω «πλημμυρίζω» (< ἐπιπολή)] … Dictionary of Greek
ἐπεισπολάσασαν — ἐπεισπολάσᾱσαν , ἐπί , εἰσ πολάζω aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)