Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ἐπι-βάλλω

  • 1 добавить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    προσθέτω, επιπροσθέτω, συμπληρώνω, βάζω επί πλέον, ακόμα•

    -ьте мне супу βάλτε μου ακόμα σούπα•

    сколько денег не хватают, я -влю όσα χρήματα δε φτάνουν, θα τα βάλλω εγώ.

    || λέγω γράφω επί πλέον, ακόμα•

    добавить следующее έχω να προσθέσω το εξής•

    мне нечего добавить к тому δεν έχω να προσθέσω τίποτε σ' αυτό.

    προστίθεμαι•

    -лось ещё одно огорчание προστέθηκε ακόμα μια στενοχώρια (θλίψη).

    Большой русско-греческий словарь > добавить

  • 2 накрыть

    -рою, -роешь ρ.σ.μ.
    1. (επι)καλύπτω, σκεπάζω•

    накрыть лицо платком σκεπάζω το πρόσωπο με το μαντήλι•

    накрыть стол скатертью στρώνω το τραπέζι.

    || καλύπτω ολοσχερώς.
    2. συλλαμβάνω, πιάνω ξαφνικά, απρόοπτα, επιτόπου.
    3. βάλλω ακριβώς στο στόχο, βουλώνω.
    εκφρ.
    накрыть завтрак, обед, ужин ή накрыть завтракать, обедать, ужинать – ετοιμάζω το πρόγευμα,το γεύμα, το δείπνο.
    καλύπτομαι, σκεπάζομαι• ρίχνω επάνω. || παλ. σκεπάζω το κεφάλι, φορώ καπέλο.
    (προστκ.) накройсь καπελώσου (παράγγελμα στον τσαρικό στρατό).

    Большой русско-греческий словарь > накрыть

См. также в других словарях:

  • βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… …   Dictionary of Greek

  • ευεπίβολος — εὐεπίβολος και εὐεπήβολος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που χτυπάει με ευστοχία, ο εύστοχος 2. ο ευφυής, ο έξυπνος 3. το ουδ. ως ουσ. τo εὐεπίβολον η ευχερής πραγματοποίηση. επίρρ... εὐεπιβόλως 1. εύστοχα, με επιτυχία 2. φρ. «εὐεπιβόλως ἔχω πρός τι»… …   Dictionary of Greek

  • ευεπήβολος — εὐεπήβολος, ον (Α) βλ. ευεπίβολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επήβολος «αυτός που πετυχαίνει τον στόχο» (< επι βάλλω με η κατά το πρότυπο τού επ ήκοος)] …   Dictionary of Greek

  • ευεπίβλητος — εὐεπίβλητος, ον (Α) αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να πιάσει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλεπήβολος — και μεγαλεπίβολος, η, ο (Α μεγαλεπήβολος και μεγαλεπίβολος, ον) αυτός που επιχειρεί μεγάλα, τολμηρά και δύσκολα έργα νεοελλ. 1. αυτός ο οποίος ενέχει μεγαλειότητα («μεγαλεπήβολα έργα») 2. φρ. «μεγαλεπήβολα σχέδια» σχέδια που τείνουν προς μεγάλους …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… …   Dictionary of Greek

  • αφίημι — ἀφίημι (AM) 1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω 2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι 3. απαλλάσσω, συγχωρώ αρχ. Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω 2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει 3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»