Перевод: с английского на все языки

со всех языков на английский

ἐπείπερ

  • 1 As

    adv.
    Of time, P. and V. ὅτε, ὡς, ἡνκα, V. εὖτε.
    Of cause, because: P. and V. ὅτι, P. διότι, V. οὕνεκα, ὁδούνεκα, εὖτε.
    Since: P. and V. ἐπεί, ὡς, ἐπειδή, ἐπείπερ, Ar. and P. ἐπειδήπερ.
    Of comparison: P. and V. ὡς, ὥσπερ, οἷα, Ar. and P. καθπερ, V. ὥστε, ὅπως, περ, ὁποία; see also Like.
    In the way in which: P. and V. ὡς, ὥσπερ, V., ὅπως.
    As if: P. and V. ὡσπερεί.
    As far as: see under Far.
    As quickly as possible: P. and V. ὡς τχιστα, ὅσον τχιστα.
    As soon as: P. and V. ὡς τχιστα, ἐπεὶ τχιστα, P. ἐπειδὴ τάχιστα, V. ὅπως τχιστα.
    As for, prep.: P. and V. κατ (acc.), ἐπ (dat.), ἕνεκα (gen.), Ar. and V. ἕκατι (gen.), οὕνεκα (gen.).
    As for your question: V. ὃ δʼ οὖν ἐρωτᾶτε (Æsch., P.V. 226).
    As it is: P. and V. νῦν, νυνί (Eur., Supp. 605, but rare V.; also Ar.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > As

  • 2 Since

    prep.
    P. and V. ἐκ (gen.), πό (gen.).
    After: P. and V. μετ (acc.).
    Since then: P. and V. ἐξ ἐκείνου·
    A country uninjured since the Persian war: P. χώρα ἀπαθὴς οὖσα ἀπὸ τῶν Μηδικῶν. (Thuc. 8, 24.)
    ——————
    adv.
    Because: P. and V. ὅτι, P. διότι, V. οὕνεκα, ὁθούνεκα.
    Seeing that: P. and V. ἐπεί, ἐπείπερ, ἐπειδή, ὡς, Ar. and P. ἐπειδήπερ, V. εὖτε.
    From the time when: P. and V. ἐξ οὗ, φʼ οὗ, ἐξ ὅτου, V. φʼ οὗπερ ἐξ οὗτε, ἐπεί, P. ἐπειδήπερ, Ar. and V. ἐξ οὗπερ.
    Ago, from this time: use P. and V. ἐκ τούτου, ἐκ τοῦδε.
    From that time: P. and V. ἐξ ἐκείνου.
    Where ever since the gods possess a court honest and loyal: ἵνʼ εὐσεβεστάτη ψῆφος βεβαία τʼ ἐστὶν ἔκ γε τοῦ θεοῖς (Eur., El. 1262).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Since

См. также в других словарях:

  • επείπερ — ἐπείπερ και ἐπεί περ (Α) (σύνδ.) επειδή όμως, επειδή και («ἐπείπερ καὶ πάγας... ἐφραξάμεσθα», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐπείπερ — ἐπεί after that indeclform (conj) ἐπείπερ indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔπειπερ — ἔπει , ἔπος vácas neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἔπεϊ , ἔπος vácas neut dat sg (epic ionic) ἔπει , ἔπος vácas neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οιάπερ — οἷάπερ (Α) παρά το γεγονός ότι, μολονότι, αν και. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἷα, ουδ. τής αναφ. αντων. οἷος, οἷα, οἷον + περ (πρβλ. επείπερ)] …   Dictionary of Greek

  • παρασυναπτικός — ή, όν, Α [παρασυνάπτομαι] φρ. «παρασυναπτικός σύνδεσμος» γραμμ. σύνδεσμος που συνδέεται, σχετίζεται με άλλον σύνδεσμο με την προσθήκη ενός μορίου («παρασυναπτικοὶ δὲ εἰσιν ὅσοι μεθ ὑπάρξεως καὶ τάσιν δηλοῡσιν εἰσὶ δὲ οἵδε, ἐπεί, ἐπείπερ, ἐπειδή,… …   Dictionary of Greek

  • περ — (I) Α (εγκλιτ. μόριο) ΧΡΗΣΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (γενικά) (ως ενισχυτικό τής σημασίας τής λέξης στην οποία προστίθεται) πολύ, πάρα πολύ 2. (ειδικά) Ι. (ιδίως στον Όμ. σε συνεκφορά με τη μτχ. ὤν ως επιτατικό αλλά και βεβαιωτικό συγχρόνως) πολύ ή πράγματι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»