-
1 непосильный
непоси́льн||ыйприл δυσβάστακτος, ἀβάστακτος, ἐπαχθής:\непосильныйая ноша τό δυσβάστακτο βάρος· \непосильныйая задача καθήκον ἀνώτερο τῶν δυνάμεων κάποιου. -
2 обременительный
обремен||ительныйприл βαρύς, ἐπιβαρυντικός, ἐπαχθής:\обременительныйи́тельное поручение ἡ βαρειά ἀποστολή. -
3 тягостный
тягостн||ыйприл βαρύς, ἐπαχθής/ καταθλιπτικός, δυσάρεστος (мучительный):\тягостныйое молчание ἡ καταθλιπτική σιωπή· \тягостныйое впечатление ἡ βαρειά ἐντύπωση· \тягостныйое зрелище τό δυσάρεστο θέαμα -
4 гнетущий
επ. από μτχ.καταθλιπτικός, βαρύς, επαχθής, τυραννικός, βασανιστικός•-ая тоска βαριά στενοχώρια, θλίψη.
-
5 дьявольский
επ.1. διαβολικός• διαβολεμένος•-ое наваждение διαβολικό φάντασμα•
дьявольский характер διαβολεμένος χαρακτήρας.
2. πολύ μεγάλος, καταπληκτικός•-ое терпение γαϊδουρινή υπομονή.
3. κακούργος, δόλιος ύπουλος•-ая улыбка διαβολικό χαμόγελο.
|| βαρύς, δύσκολος, επαχθής•-ая работа δουλιά του διαβόλου•
-ая погода διαβολόκαιρος.
-
6 мрачный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. σκοτεινός, σκοταδερός•-ая ночь σκοτεινή νύχτα (αφέγγαρη, άναστρη).
|| δύσκολος, βαρύς•-ые годы δύσκολα χρόνια.
2. σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός•мрачный взгляд ή взор σκυθρωπό βλέμμα.
3. δυσάρεστος, επαχθής, μαύρος•-ые мысли μαύρες σκέψεις•
-ое прошлое μαύρο παρελθόν•
-ое настроение βαρυθυμίά, ζόφος ψυχής, στεγνή μελαγχολία.
-
7 нелёгкий
επ., βρ: -лгок, -легка, -легко;1. μη ελαφρός βαρΰς•-ая ноша βαρύ φορτίο.
2. επαχθής, καταθλιπτικός, δυσβάσταχτος•-ая работа βαριά δουλειά.
|| δύσκολος, δυσχερής, ζόρικος•-ая задача δύσκολο πρόβλημα•
-ая победа δύσκολη νίκη.
εκφρ.- ая нест кого – (απλ.) άκαιρα, σε ακατάλληλη στιγμή έρχεται. -
8 обременительный
επ., βρ: -лен, -льна, -о; βαρύς, επαχθής, επιβαρυντικός, καταθλιπτικός. -
9 потогонный
επ.ιδρωτοποιός, εφιδρωτικός ή εζιδρωτικός•- ое лекарство ή средство εκφορητικό φάρμακο.
ουσ. ουδ. -ое φάρμακο εκφορητικό. || μτφ. επαχθής, εξαντλητικός•труд δουλειά που πάει ο ιδρώτας ποτάμι.
-
10 рабский
επ.1. του δούλου, δουλικός.2. επαχθής, βαρύς, σκληρός (σαν του δούλου)•труд рабский η σκληρή δουλειά•
-ое положение κατάσταση δούλου.
3. δουλικός, δουλοπρεπής-рабскийая покорность δουλική υποταγή•-ое послушание δουλική υπακοή.
-
11 трудоёмкий
επ., βρ: -мок, -мка, -мкоεπίμοχθος, επαχθής, βαρύς•-ая работа βαριά δουλειά.
-
12 тягостный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. επαχθής, βαρύς, καταθλιπτικός.2. μτφ. βασανιστικός, οδυνηρός, δυσβάστακτος, καταπιεστικός• δυσάρεστος. -
13 тяжёлый
επ., βρ: -жл, -жела, -жело.1. βαρύς•тяжёлый камень βαριά πέτρα•
тяжёлый металл βαρύ μέταλλο.
|| μεγάλος•-ые капли μεγάλες σταγόνες.
|| χοντρός•-ое платье βαρύ ένδυμα.
|| πυκνός•-ые тучи βαριά σύννεφα.
|| δύσπεπτος•-ая еда βαρύ φαγητό.
2. (απλ.) έγκυος.3. βαρύσωμος. || αδρός• χοντρός, ευμεγάθης (για πρόσωπο, μέλη του σώματος).4. ηχηρός•-ые шаги прохожего τα βαριά βήματα του διαβάτη•
-ая походка βαρύ βάδισμα.
|| άγαρμπος, άκομψος• χοντρός, χοντροκομμένος.5. δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•-ая работа βαριά δουλειά•
-ые роды δύσκολος τοκετός•
тяжёлый год δύσκολος χρόνος•
-ая жизнь η δύσκολη ζωή•
-ая дорога δύσκολος δρόμος•
тяжёлый подъм μεγάλος ανήφορος•
-ое дыхание δύσκολη αναπνοή•
-ые условия δύσκολες συνθήκες.
|| δύστροπος, με βαρύ χαρακτήρα•тяжёлый ученик δύστροπος μαθητής.
|| μεγάλος• δυνατός, ισχυρός, γερός•-ые налоги βαριοί φόροι•
сон βαρύς ύπνος•
тяжёлый удар γερό χτύπημα•
-ое горе μεγάλη στενοχώρια•
тяжёлый вздох βαρύς αναστεναγμός• —ая вина μεγάλο σφάλμα.
|| αυστηρός• σκληρός•-ое наказание βαριά ποινή (τιμωρία).
|| σοβαρός, επικίνδυνος•-ая форма дифтерии βαριά μορφή διφθερίτιδας•
-ое ранение σοβαρό τραυμάτισμα (τραύμα).
6. καταθλιπτικός, επαχθής, καταπιεστικός• θλιβερός• σκοτεινός• δυσάρεστος•-ое предчувствие δυσάρεστη προαίσθηση•
-ые мысли σκοτεινές σκέψεις•
-ое известие θλιβερή είδηση.
|| σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός (για βλέμμα, φωνή). || απεχθής, δυσάρεστος•, тяжёлый запах άσχημη μυρουδιά.8. ογκώδης•-ые танки βαριά άρματα μάχης•
-ая артиллерия το βαρύ πυροβολικό.
εκφρ.- ая артиллерия – άνθρωπος πάρα πολύ δυσκίνητος•тяжёлый вес ή тяжёлыйые весовые категории – κατηγορία αθλητών βαρέων βαρών•- ая голова – βαρύ κεφάλι (ελαφρός πονοκέφαλος)•тяжёлый день – βαριά μέρα (εντατικής εργασίας ή αποτυχίας)•-ая промышленность ή индустрия – βαριά βιομηχανία•- ая рука – βαρύχέρι (που χτυπά δυνατά ή που δεν είναι τυχερό)•тяжёлый ум – αμβλύνοια, ελαφρόνοια•- ые фигуры – η βασίλισσα και ο πύργος του σκακιού•тяжёлый на ногу – δύσκαμπτος στο βάδισμα•тяжёлый на подъм – α) ασήκωτος από τη θέση του (πολύ αραιά μετακινούμενος ή εξερχόμενος από το σπίτι του), β) νωθρός, οκνηρός, νωχελής•с -ым сердцем – με βαριά καρδιά, βαρυκάρδιος, βαρύθυμος. -
14 угнетающий
επ. από μτχ.βαρύς, καταθλιπτικός, καταπιεστικός, επαχθής. -
15 угрюмый
επ., βρ: -рюм, -а, -о.1. σκυθρωπός, κατηφής, κατσούφης•угрюмый старик σκυθρωπός γέρος•
-ое лицо σκυθρωπό πρόσωπο•
угрюмый взгляд σκυθρωπό βλέμμα.
2. μτφ. άχαρος, βαρύς, καταθλιπτικός, επαχθής. -
16 удручённый
επ. από μτχ.1. καταθλιπτικός, βαρύς, επαχθής• οδυνηρός.2. στενοχωρεμένος, πικραμένος, φαρμακωμένος• βαρυαλγής.
См. также в других словарях:
ἐπαχθής — heavy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαχθής — ές ἐπαχθής (AM) βαρύς, καταθλιπτικός, δυσβάσταχτος («επαχθείς φόροι») αρχ. 1. φορτικός, οχληρός, δυσάρεστος («ἵνα μηδὲν ἐπαχθὲς λέγω», Δημοσθ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπαχθής γιορτή τής Δήμητρας στη Βοιωτία 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπαχθές ενόχληση,… … Dictionary of Greek
επαχθής, -ής — ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. που προκαλεί άχθος (βάρος), βαρύς, καταπιεστικός: Επαχθής φορολογία. 2. ενοχλητικός, δυσάρεστος, οχληρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαχθῆ — ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπαχθής heavy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπαχθής heavy masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαχθέστερον — ἐπαχθής heavy adverbial comp ἐπαχθής heavy masc acc comp sg ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαχθεστάτων — ἐπαχθής heavy fem gen superl pl ἐπαχθής heavy masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαχθεστέρων — ἐπαχθής heavy fem gen comp pl ἐπαχθής heavy masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαχθέα — ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐπαχθής heavy masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαχθές — ἐπαχθής heavy masc/fem voc sg ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαχθέστατα — ἐπαχθής heavy adverbial superl ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαχθέστατον — ἐπαχθής heavy masc acc superl sg ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)