Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ἐπαχθής

  • 1 непосильный

    непоси́льн||ый
    прил δυσβάστακτος, ἀβάστακτος, ἐπαχθής:
    \непосильныйая ноша τό δυσβάστακτο βάρος· \непосильныйая задача καθήκον ἀνώτερο τῶν δυνάμεων κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > непосильный

  • 2 обременительный

    обремен||ительный
    прил βαρύς, ἐπιβαρυντικός, ἐπαχθής:
    \обременительныйи́тельное поручение ἡ βαρειά ἀποστολή.

    Русско-новогреческий словарь > обременительный

  • 3 тягостный

    тягостн||ый
    прил βαρύς, ἐπαχθής/ καταθλιπτικός, δυσάρεστος (мучительный):
    \тягостныйое молчание ἡ καταθλιπτική σιωπή· \тягостныйое впечатление ἡ βαρειά ἐντύπωση· \тягостныйое зрелище τό δυσάρεστο θέαμα

    Русско-новогреческий словарь > тягостный

  • 4 гнетущий

    επ. από μτχ.
    καταθλιπτικός, βαρύς, επαχθής, τυραννικός, βασανιστικός•

    -ая тоска βαριά στενοχώρια, θλίψη.

    Большой русско-греческий словарь > гнетущий

  • 5 дьявольский

    επ.
    1. διαβολικός• διαβολεμένος•

    -ое наваждение διαβολικό φάντασμα•

    дьявольский характер διαβολεμένος χαρακτήρας.

    2. πολύ μεγάλος, καταπληκτικός•

    -ое терпение γαϊδουρινή υπομονή.

    3. κακούργος, δόλιος ύπουλος•

    -ая улыбка διαβολικό χαμόγελο.

    || βαρύς, δύσκολος, επαχθής•

    -ая работа δουλιά του διαβόλου•

    -ая погода διαβολόκαιρος.

    Большой русско-греческий словарь > дьявольский

  • 6 мрачный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. σκοτεινός, σκοταδερός•

    -ая ночь σκοτεινή νύχτα (αφέγγαρη, άναστρη).

    || δύσκολος, βαρύς•

    -ые годы δύσκολα χρόνια.

    2. σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός•

    мрачный взгляд ή взор σκυθρωπό βλέμμα.

    3. δυσάρεστος, επαχθής, μαύρος•

    -ые мысли μαύρες σκέψεις•

    -ое прошлое μαύρο παρελθόν•

    -ое настроение βαρυθυμίά, ζόφος ψυχής, στεγνή μελαγχολία.

    Большой русско-греческий словарь > мрачный

  • 7 нелёгкий

    επ., βρ: -лгок, -легка, -легко;
    1. μη ελαφρός βαρΰς•

    -ая ноша βαρύ φορτίο.

    2. επαχθής, καταθλιπτικός, δυσβάσταχτος•

    -ая работа βαριά δουλειά.

    || δύσκολος, δυσχερής, ζόρικος•

    -ая задача δύσκολο πρόβλημα•

    -ая победа δύσκολη νίκη.

    εκφρ.
    - ая нест кого – (απλ.) άκαιρα, σε ακατάλληλη στιγμή έρχεται.

    Большой русско-греческий словарь > нелёгкий

  • 8 обременительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о; βαρύς, επαχθής, επιβαρυντικός, καταθλιπτικός.

    Большой русско-греческий словарь > обременительный

  • 9 потогонный

    επ.
    ιδρωτοποιός, εφιδρωτικός ή εζιδρωτικός•

    - ое лекарство ή средство εκφορητικό φάρμακο.

    ουσ. ουδ. -ое φάρμακο εκφορητικό. || μτφ. επαχθής, εξαντλητικός•

    труд δουλειά που πάει ο ιδρώτας ποτάμι.

    Большой русско-греческий словарь > потогонный

  • 10 рабский

    επ.
    1. του δούλου, δουλικός.
    2. επαχθής, βαρύς, σκληρός (σαν του δούλου)•

    труд рабский η σκληρή δουλειά•

    -ое положение κατάσταση δούλου.

    3. δουλικός, δουλοπρεπής-рабскийая покорность δουλική υποταγή•

    -ое послушание δουλική υπακοή.

    Большой русско-греческий словарь > рабский

  • 11 трудоёмкий

    επ., βρ: -мок, -мка, -мко
    επίμοχθος, επαχθής, βαρύς•

    -ая работа βαριά δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > трудоёмкий

  • 12 тягостный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. επαχθής, βαρύς, καταθλιπτικός.
    2. μτφ. βασανιστικός, οδυνηρός, δυσβάστακτος, καταπιεστικός• δυσάρεστος.

    Большой русско-греческий словарь > тягостный

  • 13 тяжёлый

    επ., βρ: -жл, -жела, -жело.
    1. βαρύς•

    тяжёлый камень βαριά πέτρα•

    тяжёлый металл βαρύ μέταλλο.

    || μεγάλος•

    -ые капли μεγάλες σταγόνες.

    || χοντρός•

    -ое платье βαρύ ένδυμα.

    || πυκνός•

    -ые тучи βαριά σύννεφα.

    || δύσπεπτος•

    -ая еда βαρύ φαγητό.

    2. (απλ.) έγκυος.
    3. βαρύσωμος. || αδρός• χοντρός, ευμεγάθης (για πρόσωπο, μέλη του σώματος).
    4. ηχηρός•

    -ые шаги прохожего τα βαριά βήματα του διαβάτη•

    -ая походка βαρύ βάδισμα.

    || άγαρμπος, άκομψος• χοντρός, χοντροκομμένος.
    5. δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•

    -ая работа βαριά δουλειά•

    -ые роды δύσκολος τοκετός•

    тяжёлый год δύσκολος χρόνος•

    -ая жизнь η δύσκολη ζωή•

    -ая дорога δύσκολος δρόμος•

    тяжёлый подъм μεγάλος ανήφορος•

    -ое дыхание δύσκολη αναπνοή•

    -ые условия δύσκολες συνθήκες.

    || δύστροπος, με βαρύ χαρακτήρα•

    тяжёлый ученик δύστροπος μαθητής.

    || μεγάλος• δυνατός, ισχυρός, γερός•

    -ые налоги βαριοί φόροι•

    сон βαρύς ύπνος•

    тяжёлый удар γερό χτύπημα•

    -ое горе μεγάλη στενοχώρια•

    тяжёлый вздох βαρύς αναστεναγμός• —ая вина μεγάλο σφάλμα.

    || αυστηρός• σκληρός•

    -ое наказание βαριά ποινή (τιμωρία).

    || σοβαρός, επικίνδυνος•

    -ая форма дифтерии βαριά μορφή διφθερίτιδας•

    -ое ранение σοβαρό τραυμάτισμα (τραύμα).

    6. καταθλιπτικός, επαχθής, καταπιεστικός• θλιβερός• σκοτεινός• δυσάρεστος•

    -ое предчувствие δυσάρεστη προαίσθηση•

    -ые мысли σκοτεινές σκέψεις•

    -ое известие θλιβερή είδηση.

    || σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός (για βλέμμα, φωνή). || απεχθής, δυσάρεστος•, тяжёлый запах άσχημη μυρουδιά.
    8. ογκώδης•

    -ые танки βαριά άρματα μάχης•

    -ая артиллерия το βαρύ πυροβολικό.

    εκφρ.
    - ая артиллерия – άνθρωπος πάρα πολύ δυσκίνητος•
    тяжёлый вес ή тяжёлыйые весовые категории – κατηγορία αθλητών βαρέων βαρών•
    - ая голова – βαρύ κεφάλι (ελαφρός πονοκέφαλος)•
    тяжёлый день – βαριά μέρα (εντατικής εργασίας ή αποτυχίας)•
    -ая промышленность ή индустрия – βαριά βιομηχανία•
    - ая рука – βαρύχέρι (που χτυπά δυνατά ή που δεν είναι τυχερό)•
    тяжёлый ум – αμβλύνοια, ελαφρόνοια•
    - ые фигуры – η βασίλισσα και ο πύργος του σκακιού•
    тяжёлый на ногу – δύσκαμπτος στο βάδισμα•
    тяжёлый на подъм – α) ασήκωτος από τη θέση του (πολύ αραιά μετακινούμενος ή εξερχόμενος από το σπίτι του), β) νωθρός, οκνηρός, νωχελής•
    с -ым сердцем – με βαριά καρδιά, βαρυκάρδιος, βαρύθυμος.

    Большой русско-греческий словарь > тяжёлый

  • 14 угнетающий

    επ. από μτχ.
    βαρύς, καταθλιπτικός, καταπιεστικός, επαχθής.

    Большой русско-греческий словарь > угнетающий

  • 15 угрюмый

    επ., βρ: -рюм, -а, -о.
    1. σκυθρωπός, κατηφής, κατσούφης•

    угрюмый старик σκυθρωπός γέρος•

    -ое лицо σκυθρωπό πρόσωπο•

    угрюмый взгляд σκυθρωπό βλέμμα.

    2. μτφ. άχαρος, βαρύς, καταθλιπτικός, επαχθής.

    Большой русско-греческий словарь > угрюмый

  • 16 удручённый

    επ. από μτχ.
    1. καταθλιπτικός, βαρύς, επαχθής• οδυνηρός.
    2. στενοχωρεμένος, πικραμένος, φαρμακωμένος• βαρυαλγής.

    Большой русско-греческий словарь > удручённый

См. также в других словарях:

  • ἐπαχθής — heavy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαχθής — ές ἐπαχθής (AM) βαρύς, καταθλιπτικός, δυσβάσταχτος («επαχθείς φόροι») αρχ. 1. φορτικός, οχληρός, δυσάρεστος («ἵνα μηδὲν ἐπαχθὲς λέγω», Δημοσθ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπαχθής γιορτή τής Δήμητρας στη Βοιωτία 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπαχθές ενόχληση,… …   Dictionary of Greek

  • επαχθής, -ής — ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. που προκαλεί άχθος (βάρος), βαρύς, καταπιεστικός: Επαχθής φορολογία. 2. ενοχλητικός, δυσάρεστος, οχληρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπαχθῆ — ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπαχθής heavy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπαχθής heavy masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαχθέστερον — ἐπαχθής heavy adverbial comp ἐπαχθής heavy masc acc comp sg ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαχθεστάτων — ἐπαχθής heavy fem gen superl pl ἐπαχθής heavy masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαχθεστέρων — ἐπαχθής heavy fem gen comp pl ἐπαχθής heavy masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαχθέα — ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐπαχθής heavy masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαχθές — ἐπαχθής heavy masc/fem voc sg ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαχθέστατα — ἐπαχθής heavy adverbial superl ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαχθέστατον — ἐπαχθής heavy masc acc superl sg ἐπαχθής heavy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»