-
1 επαινεταί
-
2 ἐπαινεταί
-
3 επαινέται
ἐπαινέτηςpraiser: masc nom /voc plἐπαινέτᾱͅ, ἐπαινέτηςpraiser: masc dat sg (doric aeolic) -
4 ἐπαινέται
ἐπαινέτηςpraiser: masc nom /voc plἐπαινέτᾱͅ, ἐπαινέτηςpraiser: masc dat sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἐπαινεταί — ἐπαινετός to be praised fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαινέται — ἐπαινέτης praiser masc nom/voc pl ἐπαινέτᾱͅ , ἐπαινέτης praiser masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαινέτης — ἐπαινέτης, ο (θηλ. ις) (AM) [επαινώ] 1. αυτός που εγκωμιάζει, εξυμνεί, επαινεί κάποιον ή κάτι («ἐπαινέται δικαιοσύνης», Πλάτ.) 2. αυτός που απαγγέλλει ραψωδίες, ραψωδός («θείᾳ μοίρᾳ Όμήρου δεινὸς ἐπαινέτης», Πλάτ.) 3. οπαδός, μαθητής, θιασώτης… … Dictionary of Greek