-
1 tampon
επίθεμα, βύσμα -
2 накидка
-и θ.επενδύτης χωρίς μανίκια, ε-πινώτιο, περιώμιο, μπέρτα, πίελερίνα. || επίθεμα ηροσκέφαλού (σε στρωμένο κρεβάτι)•накидка кружевая επίθεμα δαντελωτό.
|| αύξηση, υπερτίμηση, ύψωση της τιμής. -
3 дублёр
1. (тот, кто выполняет сходную работу) о εφεδρικός 2. маш. το εφεδρικό μηχάνημα 3. мор. το επίθεμα εξ ελάσματοςη επικαλύπτραη λαπάτσα4. (актёр, заменяющий основного исполнителя роли) о ηθο-ποιός-αναπληρωτής, разг. о κομπάρσος (ξεν.) 5. (киноактёр, воспроизводящий текст при переводе фильма с одного языка на другой) о ηθοποιός-εκφωνητής στη μεταγλωττισμένη ταινία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дублёр
-
4 дублировать
1. (напр. работу) επαναλαμβάνω 2. (однократно резервировать) λειτουργώ παράλληλα/εφεδρικά 3. (фильм) μεταγλωττίζω, ντουμπλάρω (ξεν.) 4. мор. τοποθετώ επίθεμα στο κατάστρωμα 5. театр. αντικα-θιστώ/ντουμπλάρω τον πρωταγωνιστή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дублировать
-
5 накладка
1. (деталь) το επίθεμα 2. (действие) η επίθεση (των ελασμάτων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > накладка
-
6 компресс
компрессм ἡ κομπρέσσα, τό ἐπίθεμα:согревающий \компресс ἡ ξερή κομπρέσσα -
7 накладка
накладкаж в разн. знач. τό ἐπίθεμα -
8 словообразованиетельный
словообразование||тельныйприл τοῦ σχηματισμοῦ των λέξεων:-тельный суффикс τό ἐπίθεμα, τό πρόσφυμα. -
9 суффикс
суффиксм грам. τό πρόσφυμα, τό ἐπίθεμα, τό ἐπίθημα. -
10 накладка
[νακλάτκα] ουσ. θ. επίθεμα -
11 накладка
[νακλάτκα] ουσ θ επίθεμα -
12 набойка
-и θ.1. βάλσιμο, πέρασμα, εφάρμοσμα με χτυπήματα.2. ύφασμα με σχέδια τυπωμένα, εμπριμέ.3. το επίθεμα (φάλτσο) τακουνιού.4. (τεχ.) πυρίμαχο στρώμα. -
13 насадка
-и θ.1. βάλσιμο, πέρασμα•насадка топора на топорище πέρασμα του στειλιαριού στο τσεκούρι•
насадка червяка на крючок πέρασμα του σκουληκιού στο αγκίστρι.
2. δόλωμα ψαριών.3. επίθεμα, επικάλυμμα. -
14 покров
-а α.1. κάλυμμα, στρώμα, επίθεμα, σκέπη• περίβλημα•-растительности βλάστηση• χλωρίδα•
снежный покров στρώμα χιονιού•
волосяной покров τριχωτό κάλυμμα, το τρίχωμα•
кожный покров δερμάτινο κάλυμμα•
покров тумана στρώμα ομίχλης.
2. παλ. καλύπτρα, νυφικό πέπλο. || παλ. το (πάνινο) κάλυμμα του φέρετρου. || -ы πλθ. ελαφρά γυναικεία ενδύματα κάλυψης.3. παλ. προστασία, σκέπη.εκφρ.под -ом темноты, ночи – καλυπτόμενος από το σκοτάδι, τη νύχτα•набросить покров – ρίχνω στάχτη στα μάτια (αποπλανώ).• снять (сорвать) покров ξεσκεπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω, αφαιρώ το προσωπείο•покров ночи – ο πέπλος της νύχτας. -
15 полог
-а α.κρεβατόγυρος. || κουρτίνα. || κάλυμμα, στρώμα, επίθεμα. -
16 послеслог
-а α. (γραμμ.) το επίθεμα. -
17 продуктивный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. παραγωγικός, αποδοτικός• γόνιμος•-труд η παραγωγική εργασία.
2. (γλωσ.) παραγωγικός•продуктивный суффикс παραγωγικό επίθεμα.
-
18 словопроизводный
επ.παραγωγικός λέξεων•словопроизводный суффикс επίθεμα παραγωγικό λέξεων.
εκφρ.словопроизводный словарь – λεξικό συγγενικών λέξεων. -
19 суффикс
-а α.(γραμμ.)επίθεμα, πρόσφυμα (παραγωγική κατάληξη). -
20 уменьшительный
επ.1. σμικρυντικός•-ое стекло σμικρυντικός φακός.
2. (γραμμ.) υποκοριστικός•-ое существительное υποκοριστικό ουσιαστικό•
уменьшительный суфикс υποκοριστικό επίθεμα ή κατάληξη.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπίθεμα — cover neut nom/voc/acc sg ἐπίθημα something put on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίθεμα — το (AM ἐπίθεμα) [επιτίθημι] 1. ουσία η οποία τοποθετείται εξωτερικώς σε πάσχοντα σημεία τού σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς («υγρά, ψυχρά, θερμά επιθέματα») 2. αλοιφή ή έμπλαστρο νεοελλ. συγκρότημα από μικρά άχροα κύτταρα που καλύπτει λεπτή… … Dictionary of Greek
επίθεμα — το, ατος 1. ό,τι βάζει κανείς πάνω σε άλλο πράγμα, επικάλυμμα, σκέπασμα, επένδυση. 2. (ιατρ.), κομμάτι γάζας ή άλλου υφάσματος, στεγνό ή υγρό, που τοποθετείται πάνω σε τραύμα ή σε άλλο σημείο της επιφάνειας του δέρματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιθεμάτων — ἐπίθεμα cover neut gen pl ἐπίθημα something put on neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθέμασι — ἐπίθεμα cover neut dat pl ἐπίθημα something put on neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθέμασιν — ἐπίθεμα cover neut dat pl ἐπίθημα something put on neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθέματα — ἐπίθεμα cover neut nom/voc/acc pl ἐπίθημα something put on neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθέματι — ἐπίθεμα cover neut dat sg ἐπίθημα something put on neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθέματος — ἐπίθεμα cover neut gen sg ἐπίθημα something put on neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοχή — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… … Dictionary of Greek
μετόχη — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… … Dictionary of Greek