Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐπ'+ὀφθαλμῶν

  • 1 окно

    окно́
    с τό παράθυρο[ν], τό παραθύρι:
    слуховое \окно ὑ φεγγίτης. ὀκο с поэт. уст. τό μάτι, ὁ ὁφθαλμός· ◊ в мгновение ока разг ἐν ριπή ὁφθαλμού· хоть видит \окно, да зуб неймет по-гов. φᾶτε μάτια ψάρια καί κοιλιά περίδρο-μο· \окно за \окно, зуб за зуб ὁφθαλμών ἀντί ὀφθαλμοῦ, καί ὁδόντα ἀντί ὁδόντος,

    Русско-новогреческий словарь > окно

  • 2 темный

    темн||ый
    прил
    1. σκοτεινός/ σκούρος, μελανός (о цвете):
    \темныйая ночь ἡ σκοτεινή νύχτα1 \темныйое платье τό σκούρο φόρεμα· \темныйые волосы τά μαύρα (или τά σκοῦρα) μαλλιά·
    2. (неясный, неизвестный) σκοτεινός:
    \темныйые места в книге οἱ σκοτεινές σελίδες τοῦ βιβλίου·
    3. (подозрительный) ὕποπτος, σκοτεινός:
    \темныйое прошлое τό ὕποπτο (или τό σκοτεινό) παρελθόν это дело \темныйое αὐτό εἶναι σκοτεινή ὑπόθεση·
    4. (невежественный) ἀμαθης· ◊ \темныйая вода мед. ἡ ἀμαύρωση (τῶν ὁφθαλμών)· темным-темно разг θεοσκότεινα· \темныйое пятно́ ἡ μελανή κηλίδα

    Русско-новогреческий словарь > темный

  • 3 загляденье

    ουδ.
    χαρά ματιών, χάρμα οφθαλμών, τζόγια, τρέλλα•

    этот ребенок загляденье одно αυτό το παιδάκι είναι να το βλέπεις και να χαίρεσαι•

    на загляденье να κοιτάζεις και να χαίρεσαι.

    Большой русско-греческий словарь > загляденье

  • 4 налицо

    επίρ.
    με σημ. κατηγ. είναι εδώ, επί τόπου, προ των οφθαλμών παρών•

    все чл-ны собрания были налицо όλα τα μέλη της συνέλευσης ήταν παρόντα•

    факты налицо τα γεγονότα είναι ολοφάνερα (μπροστά στα μάτια)•

    улики μαρυρίες χειροπιαστές.

    Большой русско-греческий словарь > налицо

  • 5 Oculist

    subs.
    Use P. ὀφθαλμῶν ἰατρός, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Oculist

  • 6 Optical

    adj.
    Of the eyes: use P. and V. ὀφθαλμῶν (gen. pl.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Optical

См. также в других словарях:

  • ὀφθαλμῶν — ὀφθαλμός eye masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τὰ ἔξω ὀφθαλμῶν, ἔξω φρενῶν… — См. С глаз долой из памяти вон …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • очьныи — (13) пр. Пр. к око: ѿ зѣница очныѧ въсхыщаемыѧ сѣни. КР 1284, 356в; паѹла… избраньствомь сподоби и васили˫а вкупѣ оц҃а рускаго очьныи недугь отерлъ ѥси мл(с)тве. твоимь кр҃щниѥмь. МинПр XIII/XIV, 68; ѿверзостасѧ ѡчи ѥю и разѹмѣста, ˫ако нага ѥста …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αχλύς — Η θόλωση της ατμόσφαιρας. Η α. (ξερή ομίχλη) παρατηρείται κυρίως το καλοκαίρι και οφείλεται στην ανώμαλη διάθλαση του φωτός και στη διαφορά θερμοκρασίας στρωμάτων αέρος. Το φαινόμενο είναι εντονότερο, όταν o αέρας περιέχει μεγάλες ποσότητες… …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

  • ετεροφθαλμία — η (ΑΜ ἑτεροφθαλμία) [ετερόφθαλμος] νεοελλ. ιατρ. διαφορά στην εμφάνιση τών δύο ματιών ως προς το μέγεθος, τη θέση τού άξονά τους και, πιο συχνά, το χρώμα τής ίριδας μσν. στον πληθ. αἱ ἑτεροφθαλμίαι οι μαγγανείες, οι γοητείες μσν. αρχ. διαφορά στο …   Dictionary of Greek

  • ηιών — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Μακεδονίας. Στην αριστερή όχθη του Στρυμόνα, σε απόσταση 25 σταδίων από την Αμφίπολη, o Ξέρξης κατασκεύασε κοντά της γέφυρα για να περάσει ο περσικός στρατός στη Μακεδονία. Αργότερα, o Πέρσης στρατηγός… …   Dictionary of Greek

  • οφθάλμιος — ὀφθάλμιος, ον (Α) [οφθαλμός] 1. ο σχετικός με τους οφθαλμούς 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀφθάλμια α) η περιοχή τών οφθαλμών β) μαρμάρινη, ξύλινη ή μεταλλική παράσταση οφθαλμών ως ανάθημα …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμοστρόφος — ο 1. αυτός που προκαλεί στροφή τών οφθαλμών (α. «οφθαλμοστρόφοι μύες» β. «οφθαλμοστρόφα νεύρα») 2. φρ. «οφθαλμοστρόφος κρίση» νευρική κρίση κατά τη διάρκεια τής οποίας προκαλούνται σπασμωδικές περιστροφές τών βολβών τών οφθαλμών …   Dictionary of Greek

  • πανήγυρη — η / πανήγυρις, δωρ. τ. πανάγυρις, ΝΜΑ 1. συνάθροιση πλήθους ανθρώπων προκειμένου να τελέσουν μεγάλη θρησκευτική τελετή, πανηγύρι 2. προσωρινή, και ολιγοήμερη συνήθως σύσταση μεγάλης εμπορικής αγοράς σε έναν τόπο, συνήθως με την ευκαιρία τού… …   Dictionary of Greek

  • σύμπτωση — η / σύμπτωσις, ώσεως, ΝΜΑ [συμπίπτω] αυτό που συμβαίνει κατά τύχη, τυχαίο συμβάν (α. «τί ευχάριστη σύμπτωση» β. «αἱ μὴ δυνάμεναι συλλαμβάνειν ἐὰν ἢ διὰ θεραπείαν συλλάβωσιν ἢ δι ἄλλην τινὰ σύμπτωσιν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. το να συμπίπτει κάτι με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»