-
1 dilemek
εύχομαι, αιτούμαι, ζητώ -
2 желать
ρ.δ.1. μ., επιθυμώ, θέλω•желать познакомиться θέλω να γνωριστούμε•
родители не -ют этого брака οι γονείς δεν τον θέλουν αυτόν τον γάμο.
|| ποθώ, έχω καημό" желать его видеть ποθώ να τον ιδώ. || εύχομαι•желать доброго пути εύχομαι καλό ταξίδι•
желать вам здоровье и счастье σας εύχομαι υγεία και ευτυχία•
-ю вам успехов σας εύχομαι (καλές) επιτυχίες•
- вам всего хорошего (ή доброго) σας εύχομαι ό,τι καλό.
2. αγαπώ•я ее -ю εγώ την θέλω.
εκφρ.оставляет желать многого (ή лучшего) – έχει ακόμα ελλείψεις.απρόσ. θέλω. -
3 желать
желать 1) επιθυμώ, θέλω ποθώ (сильно ) 2) (высказывать пожелание) εύχομαι \желатью вам счастья σας εύχομαι ευτυχία* * *1) επιθυμώ, θέλω; ποθώ ( сильно)2) ( высказывать пожелание) εύχομαιжела́ю вам сча́стья — σας εύχομαι ευτυχία
-
4 наилучший
наилучший καλύτερος· \наилучший результат το καλύτερο αποτέλεσμα ◇ всего \наилучшийего! σας εύχομαι τα πάντα!, ώρα καλή!* * *наилу́чший результа́т — το καλύτερο αποτέλεσμα
••всего́ наилу́чшего! — σας εύχομαι τα πάντα!, ώρα καλή!
-
5 успех
успех м η επιτυχία; желаю \успеха σας εύχομαι καλή επιτυχία; делать \успехи προοδεύω; пользоваться \успехом, иметь \успех έχω επιτυχία* * *мη επιτυχίαжела́ю успе́ха — σας εύχομαι καλή επιτυχία
де́лать успе́хи — προοδεύω
по́льзоваться успе́хом, име́ть успе́х — έχω επιτυχία
-
6 желать
жела||тьнесов1. (хотеть) ἐπιθυμῶ, θέλω / ποθῶ (сильно):страстно \желать ποθώ πολύ· \желать невозможного ἐπιθυμώ τό ἀδύνατο·2. (кому-л. чего-л.) ἐβχομαι:\желать кому́-л. счастья εὐχομαι εὐτυχία· \желатью удачи! εὐχομαι καλή ἐπιτυχία!· ◊ это оставляет \желать лучшего κάθε ἀλλο παρά Ικανοποιητικό. -
7 wish
[wiʃ] 1. verb1) (to have and/or express a desire: There's no point in wishing for a miracle; Touch the magic stone and wish; He wished that she would go away; I wish that I had never met him.) εύχομαι, κάνω ευχή2) (to require (to do or have something): Do you wish to sit down, sir?; We wish to book some seats for the theatre; I'll cancel the arrangement if you wish.) επιθυμώ, θέλω3) (to say that one hopes for (something for someone): I wish you the very best of luck.) εύχομαι2. noun1) (a desire or longing, or the thing desired: It's always been my wish to go to South America some day.) επιθυμία2) (an expression of desire: The fairy granted him three wishes; Did you make a wish?) ευχή3) ((usually in plural) an expression of hope for success etc for someone: He sends you his best wishes.) ευχές•- wishing-well -
8 поздравишь
-влго, -вишьρ.σ.συγχαίρω, δίνω συγχαρητήρια• εύχομαι, χρόνια πολλά• ή άλλες ευχές;•поздравишь с наградой συγχαίρω για το βραβείο•
поздравишь с днём рождения (εύχομαι) χρόνια πολλά για τα γενέθλια•
поздравишь с праздником χρόνια πολλά για τη γιορτή.
-
9 счастливый
επ., βρ: счастлив, -а, -о.1. ευτυχής, ευτυχισμένος•желаю вам -ую жизнь σας εύχομαι ευτυχισμένη ζωή•
желаю вам новый год σας εύχομαι ευτυχισμένο τον καινούριο χρόνο.
|| ουσ. ο ευτυχής.2. επ. κ. ουσ. καλότυχος, καλόμοιρος.3. αίσιος• ευνοϊκός•счастливый исход αίσιο τέλος, αίσια έκβαση.
εκφρ.-ливо (оставать(ся)! – χαίρετε! να είστε πά-πάντα ευτυχείς! (ευχή κατά τον αποχαιρετισμό). -
10 напутствовать
напу́тств||оватьсов и несов εὐχομαι/ δίνω συμβουλες (наставлять). -
11 поздравить
поздравитьсов, поздравлять несов συγχαίρω:\поздравить с Новым годом εὐχομαι εὐτυχές τό Νέον ἐτος. -
12 счастье
счасть||ес1. ἡ εὐτυχία·2. (удача) ἡ τύχη:к \счастьею εὐτυχώς· по \счастьею κατά κα-λή[ν] τύχη[ν]· на наше \счастье κατά καλή μας τύχη· ваше \счастье, что... είχατε τύχη πού...· пожелать кому-л, \счастьея εὐχομαι καλή τύχη σέ κάποιον. -
13 удача
уда́ч||аж ἡ ἐπιτυχία, ἡ τύχη:большая \удача ἡ μεγάλη ἐπιτυχία· пожелать \удачаи εὐχομαι καλή ἐπιτυχία. -
14 успех
успе||хм1. ἡ ἐπιτυχία:добиться \успехха πετυχαίνω, ἐπιτυγχάνω· желаю вам \успехха σᾶς εὔχομαι καλήν ἐπιτυχίαν иметь \успех, пользоваться \успеххом ἔχω ἐπιτυχία· спектакль имел шу́мный \успех ἡ παράσταση ἔκάνε θόρυβο·2. \успеххи мн. (успеваемость) ἡ πρόοδος, ἡ προκοπή:делать \успеххи σημειώνω πρόοδον, προοδεύω· ◊ с тем же \успеххом ἄλλο τόσο θά μποροῦσες θαυμάσια· с \успеххом μέ ἐπιτυχία. -
15 bid
[bid] 1. verb1) (- past tense, past participle bid - to offer (an amount of money) at an auction: John bid ($1,000) for the painting.) προσφέρω σε δημοπρασία2) ((with for) - past tense, past participle bid - to state a price (for a contract): My firm is bidding for the contract for the new road.) συμμετέχω σε διαγωνισμό, υποβάλλω προσφορά3) (- past tense bade [bæd], past participle bidden - to tell (someone) to (do something): He bade me enter.) προστάζω4) (- past tense bade [bæd], past participle bidden - to express a greeting etc (to someone): He bade me farewell.) εύχομαι2. noun1) (an offer of a price: a bid of $20.) προσφορά2) (an attempt (to obtain): a bid for freedom.) διεκδίκηση•- bidder- bidding
- biddable -
16 напутствовать
[ναπούτστβαβατ'] ρ. εύχομαι, δίνω συμβουλές -
17 напутствовать
[ναπούτστβαβατ'] ρ εύχομαι, δίνω συμβουλές -
18 высказать
-кажу, -кажешьρ.σ.μ.εκφράζω, εκφέρω, λέγω•высказать свою мысль εκφράζω τη σκέψη μου•
высказать свое мнение λέγω τη γνώμη μου•
высказать пожелание εκφράζω την ευχή (εύχομαι)•
предположение εκφράζω εικασία•
высказать уверенность εκφράζω την πεποίθηση.
|| αποκαλύπτω• φανερώνω•он -ал свою тайну αυτός είπε το μυστικό του.
εκθέτω, εκφράζω κλπ. ρ. ενεργ. φ.αποφαίνομαι, εκφράζομαι•высказать за кого αποφαίνομαι για (υπέρ) κάποιον•
высказать против кого εκφράζομαι κατά κάποιου.
-
19 именины
-нин πλθ. ονομαστική γιορτή•сегодня мои именины σήμερα έχω την ονομαστική μου γιορτή, σήμερα γιορτάζω•
поздравляю вас с -ами σας εύχομαι χρόνια πολλά για τη γιορτή σας•
справлять свой именины γιορτάζω την ονομαστική γιορτή με διασκέδαση, γλέντι.
|| γιορτασμός της ονομαστικής γιορτής. -
20 напутствовать
-ствую, -ствуешь ρ.δ. κ. σ. εύχομαι σε αναχωρούντα, εκκινούντα.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εύχομαι — εύχομαι, ευχήθηκα βλ. πίν. 151 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εὔχομαι — pray pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… … Dictionary of Greek
εύχομαι — ευχήθηκα 1. εκφράζω ευχή: Όταν δεις το νιο φεγγάρι ευχήσου το και πεθυμάς. 2. προσεύχομαι, παρακαλώ το Θεό: Εύχομαι ο Θεός να σου δώσει όλα τα καλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὔχεσθε — εὔχομαι pray imperf ind mp 2nd pl εὔχομαι pray pres imperat mp 2nd pl εὔχομαι pray pres ind mp 2nd pl εὔχομαι pray imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχόμεθα — εὔχομαι pray imperf ind mp 1st pl εὔχομαι pray pres ind mp 1st pl εὔχομαι pray imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχόμεσθα — εὔχομαι pray imperf ind mp 1st pl εὔχομαι pray pres ind mp 1st pl εὔχομαι pray imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔξασθε — εὔχομαι pray aor imperat mid 2nd pl εὔχομαι pray aor ind mid 2nd pl εὔχομαι pray aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔχεο — εὔχομαι pray imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) εὔχομαι pray pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) εὔχομαι pray imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔχευ — εὔχομαι pray imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic) εὔχομαι pray pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic) εὔχομαι pray imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔχου — εὔχομαι pray imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) εὔχομαι pray pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) εὔχομαι pray imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)