Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐξ+ἴσου

  • 1 Equal

    adj.
    P. and V. σος, V. σήρης.
    Equal in number: P. ἰσοπληθής, ἰσάριθμος.
    Nearly equal: P. παραπλήσιος.
    They were found nearly equal in the voting: P. ἐγένοντο ἐν τῇ χειροτονίᾳ ἀγχώμαλοι (Thuc. 3, 49).
    Equal to, worth: see equivalent to.
    Equally matched: P. and V. σόρροπος, P. ἰσοπαλής, ἀντίπαλος.
    Equal to meeting danger: P. ἰσοκίνδυνος.
    Equal to, a match for: P. ἀξιόμαχος (dat.), ἱκανός (dat.); see Match.
    Competent to: P. and V. κανός (infin.), ἀξιόχρεως (infin.) (rare V.).
    On equal terms: P. ἀπὸ τοῦ ἴσου, ἐξ ἴσου.
    ——————
    subs.
    One's equal ( in age): Ar. and P. ἡλικιώτης, ὁ, P. and V. ἧλιξ, ὁ or ἡ, V. ὁμῆλιξ, ὁ or ἡ, συνῆλιξ, ὁ or ἡ.
    One's equals in rank: P. οἱ ἐξ ἵσου.
    ——————
    v. trans.
    Be equal to: P. and V. ἰσοῦσθαι (dat.), ἐξισοῦσθαι (dat.), P. ἰσάζεσθαι (dat.).
    Be like: P. and V. ὁμοιοῦσθαι (dat.), ἐξομοιοῦσθαι (dat.).
    Be equivalent to: Ar. and P. δύνασθαι (acc.).
    Make equal: see Equalise.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Equal

  • 2 поровну

    поровну
    нареч σέ ἰσια μερίδια, ἐξ ἰσου, σέ ἰσες μερίδες:
    разделить \поровну διαιρώ, χωρίζω σέ ἰσια μερίδια· все получили \поровну ὀλοι πήραν ἐξ ἰσου.

    Русско-новогреческий словарь > поровну

  • 3 равномерно

    επίρ.
    ισομετρικά, ισόμερα• εξ ίσου•

    распределить обязанности равномерно καταμερίζω εξ ίσου τις υποχρεώσεις•

    равномерно развивается ισομετρικά αναπτύσσεται.

    || ομοιόμορφα, ομοιότροπα.

    Большой русско-греческий словарь > равномерно

  • 4 равный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно
    ίσος, όμοιος•

    -ые силы ίσες δυνάμεις•

    -ой длины, ширины, толщины ίσου μήκους, πλάτους, πάχους•

    быть равный кому-л., в чем-л. είμαι ίσος με κάποιον, σε κάτι• ισούμαι•

    ему нет равного είναι ασύγκριτος, απαράμιλλος•

    -ым образом εξ ίσου, όμοια•

    на -ых основаниях σε ίδια βάση, ίσος προς ίσον•

    относиться как к -ому, обращаться с кем как с -ым σχετίζομαι, συμπεριφέρνομαι ίσος προς ίσον•

    у них -ые способности αυτοί έχουν τις ίδιες ικανότητες.

    Большой русско-греческий словарь > равный

  • 5 Quits

    adj.
    Be quits, v.:use P. ἐκ τοῦ ἴσου γίγνεσθαι.
    Cry quits: use P. ἐκ τοῦ ἴσου διίστασθαι ( separate on equal terms).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Quits

  • 6 одинаково

    одинаков||о
    нареч ὀμοίως, τό ίδιο, ἐξ ίσου.

    Русско-новогреческий словарь > одинаково

  • 7 ровно

    ровн||о
    1. нареч ἰσια, κανονικά [-ῶς], ἐξ ίσου ὁμοίως·
    2. частица (точно) ἀκριβώς/ ἰσια-ισια (как раз):
    \ровно в два часа στίς δύο ἡ ὠρά
    3. частица (совершенно, совсем) разг ἀπολύτως:
    он \ровно ничего́ не понял δέν (έ)κατάλαβε ἀπολύτως τίποτε· она \ровно ничего не знает δέν ξέρει ἀπολύτως τίποτε.

    Русско-новогреческий словарь > ровно

  • 8 делить

    делю, делишь, ρ.δ.μ.
    1. μοιράζω, χωρίζω σε μέρη•

    делить имущество μοιράζω την περιουσία•

    делить поровну μοιράζω εξ ίσου•

    делить пополам μοιράζω στη μέση.

    2. διανέμω, διαμοιράζω. || μτφ. συμμετέχω, συμπονώ•

    она -ла с ними горе и радость αυτή μοιράζονταν μ’ αυτές τις πίκρες και τις χαρές.

    3. (μαθ.) διαιρώ.
    εκφρ.
    делить нечего – δεν ε’χομε να μοιράσομε (για να μαλώνομε)•
    делить шкуру неубитого медведя – τα ψάρια στη θάλασσα, το τηγάνι στη φωτιά.
    1. διαιρούμαι• διχάζομαι, χωρίζομαι, διχοτομούμαι• διακλαδίζομαι. || υποδιαιρούμαι•

    искусство -ится на школы η Τέχνη χωρίζεται σε σχολές.

    || χωρίζω, ζω χώρια•

    он с отцом -лся αυτός χώρισε από τον πατέρα του.

    2. αλληλομοιράζομαι•

    он делился с другом последней копейкой αυτός μοιράζονταν με το φίλο του και το τελευταίο καπίκι.

    3. ανταλλάσσω•

    делить опытом работы ανταλλάσσω την πείρα της δουλειάς•

    -знаниями ανταλλάσσω τις γνώσεις•

    делить впечатлениями λέμε τις εντυπώσεις μας.

    4. (μαθ.) διαιρούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > делить

  • 9 зауряд

    επίρ. παλ. εξ ίσου, το ίδιο όπως και...
    πρώτο συνθετικό με σημασία αντικαταοτάιη, αναπληρωτή, αντί...

    Большой русско-греческий словарь > зауряд

  • 10 наравне

    επίρ.
    1. εξ ίσου, ίσα, στο ίδιο ύψος, βάθος, επίπεδο κ.τ.τ., στην ίδια γραμμή• με ίση ταχύτητα, δύναμη.
    2. το ίδιο (όπως), όμοια•

    старики работают наравне с.молодыми οι γέροι δουλεύουν το ίδιο σαν τους νεολαίους.

    Большой русско-греческий словарь > наравне

  • 11 наряду

    επίρ. (με οργν.) στην ίδια σειρά, της ίδιας τάξης• εξ ίσου με, όμοια, το ίδιο όπως.,.,το ίδιο με...
    εκφρ.
    наряду с этим – δίπλα σ αυτό, κοντά σ αυτό, μαζί μ αυτό, παράλληλα.

    Большой русско-греческий словарь > наряду

  • 12 обоюдоострый

    επ., βρ: -остр, -а, -о.
    1. αμφίστομος, δίκοπος•

    обоюдоострый меч δίκοπο ξίφος.

    2. μτφ. δίκοπο μαχαίρι (εξ ίσου επικίδυνο).

    Большой русско-греческий словарь > обоюдоострый

  • 13 образ

    α.
    1. μορφή, εικόνα, όψη είδος, σχήμα. || παρουσιαστικό, φιγούρα, φόρμα.
    2. απεικόνιση•

    образ внешнего мира απεικόνιση του εξωτερικού κόσμου.

    3. (για έργο λογοτεχνικό, Τέχνης κ.τ.τ.) τύπος, χαρακτήρας.
    4. τρόπος•

    образ жизни τρόπος ζωής•

    образ правления μορφή διοίκησης•

    образ мыслей τρόπος σκέψης ή του σκέπτεσθαι•

    образ действия τρόπος ενέργειας (δράσης).

    5. οε οργ. πτ. με
    επ. ή αντων. χρησιμοποιείται σαν
    επιρ. με τη σημασία από το επίθετο): коренным -ом ριζικά•

    насильственным -ом δυναμικά•

    главным -ом κυρίως, βασικά, προ πάντων, κατ εξοχήν•

    никоим -ом με κανένα τρόπο•

    равным -ом εξ ίσου•

    некоторым -ом ως ένα βαθμό•

    тем или иным -ом με τον ένα ή τον άλλο τρόπο•

    следующим -ом με τον ακόλουθο τρόπο•

    каким -ом? με τι τρόπο; πως;•

    наилучшим -ом κατά τον καλύτερο τρόπο•

    надлежащим -ом όπως χρειάζεται, δεόντως•

    таким -ом μ αυτόν τον τρόπο, κατ αυτόν τον τρόπο, έτσι•

    иным -ом κατ άλλον τρόπο.

    εκφρ.
    в -е – εν είδη, ως, σαν•
    по -у и подобию – κατ εικόνα και ομοίωση•
    утратить (потерять) человеческий образ – χάνω την ανθρώπινημορφή (χάνω τον ανθρωπισμό, αποκτηνώνομαι).
    -а, πλθ.α. (εκκλσ.) εικόνα,εικόνισμα•

    образ Богородицы εικόνα της Θεοτόκου.

    Большой русско-греческий словарь > образ

  • 14 одновременно

    επίρ.
    1. ταυτόχρονα, σύγχρω-να, συνάμα, σύγκαιρα.
    2. το ίδιο, εξ ίσου.

    Большой русско-греческий словарь > одновременно

  • 15 равно

    1. (γραπ. λόγος)•
    επίρ.
    όμοια, ίσα, εζ ίσου, το ίδιο, στον ίδιο βαθμό•

    я люблю равно всех моих детей αγαπώ το ίδιο όλα μου τα παιδιά.• для меня всё равно για μένα είναι το ίδιο)•

    мне всё равно για μένα το ίδιο είναι.

    2. ως κατηγ. ισούται•

    четыре плюс два равно шести τέσσερα και (συν) δύο κάνουν (γίνονται) έξι•

    восемь минус три равно пяти οχτώ πλην τρία=πέντε.

    3. (γραπ. λόγος) επίσης, ομοίως.

    Большой русско-греческий словарь > равно

  • 16 уравнительный

    επ.
    εξισωτικός•

    -ые приборы εξισωτικές συσκευές (μηχανισμοί)•

    -ое рас-пределеие продуктов η εξ ίσου κατανομή των προίόντων (τροφίμων).

    Большой русско-греческий словарь > уравнительный

  • 17 Alike

    adj.
    Like: P. and V. ὁμοῖος; see Like.
    ——————
    adv.
    In like manner: P. and V. ὁμοῖα, ὁμοίως.
    Equally: P. and V. ὁμοίως, ἴσως, ἐξ ἴσου, P. ἀπὸ τῆς ἴσης.
    Together, at the same time: P. and V. ὁμοῦ, μα, ὁμοίως, V. ὁμῶς.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Alike

  • 18 Equally

    adv.
    P. and V. σως, ἐξ σου, P. ἀπὸ τῆς ἴσης.
    Alike: P. and V. ὁμοῖα, ὁμοίως.
    Together, at the same time: P. and V. ὁμοῦ, μα, V. ὁμῶς.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Equally

  • 19 Level

    adj.
    P. ὁμαλός, ἐπίπεδος, V. λευρός; see Flat.
    Consisting of plain: P. and V. πεδις (Plat.), P. πεδιεινός.
    Smooth: P. and V. λεῖος. Equal. P. and V. σος.
    ——————
    v. trans.
    P. ὁμαλύνειν (Plat.), ὁμαλίζειν.
    Put on a level with: P. and V. ἐξισοῦν (τινά τινι), P. ἐπανισοῦν (τινὰ πρὸς τινα).
    Level to the ground: P. and V. καθαιρεῖν, κατασκάπτειν.
    Aim: see Aim.
    Level reproaches at: see Reproach.
    ——————
    subs.
    P. τὸ ὁμαλόν.
    On a level with: P. and V. ἐξ ἴσου (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Level

  • 20 Measure

    subs.
    P. and V. μέτρον, τό.
    Measures and weights: V. μέτρα... καὶ μέρη σταθμῶν (Eur., Phoen. 541; cf. Ar., Av. 1040-1041).
    Criterion: P. and V. κανών, ὁ.
    Limit: P. and V. ὅρος, ὁ, πέρας, τό.
    Due limit: P. and V. μέτρον, τό.
    Beyond measure: use adv., V. περμέτρως (Eur., frag.); see also Excessively.
    Allowance: P. μέτρον, τό (Plat., Rep. 621A), V. μέτρημα, τό.
    Time, rhythm: P. and V. ῥυθμός, ὁ.
    Metre: Ar. and P. μέτρον, τό.
    Dance: see Dance.
    Legislative act: P. and V. ψήφισμα, τό.
    Measures, policy: P. προαίρεσις, ἡ.
    Take measures, v.: P. and V. βουλεύεσθαι.
    Take extreme measures: P. and V. νήκεστόν τι δρᾶν, P. ἀνήκεστόν τι βουλεύειν (Thuc. 1, 132).
    In like measure: P. and V. ἐξ σου.
    He contributed in some small measure to...: P. μέρος τι συνεβάλετο (gen.).
    Have hard measure, v.: P. and V. κακῶς πάσχειν.
    Measure for measure: P. ἴσα ἀντʼ ἴσων; see tit for tat.
    Repay measure for measure: V. τὸν αὐτὸν... τίσασθαι τρόπον (Æsch., Theb. 638).
    Requite in equal measure: P. τοῖς ὁμοίοις ἀμύνεσθαι (acc.).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. μετρεῖν, σταθμᾶσθαι (Plat.), συμμετρεῖσθαι, ναμετρεῖν (or mid.), V. σταθμᾶν (mid. also in P.), ἐκμετρεῖν (or mid.) (also Xen. but rare P.).
    Measure out: P. and V. μετρεῖν, P. διαμετρεῖν, V. ἐκμετρεῖν (or mid.) (also Xen. but rare P.).
    Have measured out to one: P. μετρεῖσθαι, διαμετρεῖσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Measure

См. также в других словарях:

  • Ἴσου — Ἴ̱σου , Ἶσος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσου — ἴσος equal masc/neut gen sg ἴ̱σου , ἴσος equal masc/neut gen sg (epic) ἴ̱σου , ἰσόω make equal imperf ind act 3rd sg ἰσόω make equal pres imperat act 2nd sg ἰσόω make equal imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνότητα — Φυσικό μέγεθος, που μπορεί να οριστεί ως η ποσότητα της ύλης (μάζα) που περιέχεται στη μονάδα όγκου ενός σώματος. Πιο απλά, για ομοιογενή σώματα, η π. ορίζεται με το πηλίκο της μάζας διά του όγκου του θεωρούμενου σώματος, ενώ για τα μη ομοιογενή… …   Dictionary of Greek

  • εξίσου — και εξ ίσου (AM ἐξ ἴσου Μ και εξίσου) 1. σε ίση ποσότητα 2. κατά ίσο βαθμό («και οι δύο είστε εξίσου καλοί»). [ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φράση εξ ίσου] …   Dictionary of Greek

  • αερόστατο — Αεροσκάφος το οποίο μπορεί να συγκρατείται στην ατμόσφαιρα μόνο με την επίδραση της άνωσης που δέχεται από τον αέρα (αρχή του Αρχιμήδη). Αποτελείται ουσιαστικά από ένα μπαλόνι στήριξης, εντελώς αεροστεγές, γεμάτο με αέριο ελαφρύτερο από τον αέρα …   Dictionary of Greek

  • συχνότητα — Στη φυσική, είναι ο αριθμός των κύκλων που διαγράφονται στη μονάδα του χρόνου από ένα φαινόμενο που μεταβάλλεται περιοδικά (κίνηση ενός εκκρεμούς, κίνηση ενός πλανήτη, ηχητικό κύμα, ηλεκτρομαγνητικό κύμα κλπ.). Είναι το αντίστροφο της περιόδου… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητική διαπερατότητα — Η ιδιότητα των σωμάτων να είναι διαπερατά από μαγνητικές γραμμές· ακριβέστερα, ως (σχετική) μ.δ. ενός σώματος ορίζεται ο λόγος της μαγνητικής ροής που το διαρρέει όταν αυτό βρίσκεται εντός ομογενούς μαγνητικού πεδίου, προς τη μαγνητική ροή μιας… …   Dictionary of Greek

  • Начала Евклида — Эту страницу предлагается переименовать в Начала. Пояснение причин и обсуждение  на странице Википедия:К переименованию/29 августа 2012. Возможно, её текущее название не соответствует нормам современного русского языка и/или правилам… …   Википедия

  • APPARES vel APARES — inferioris saeculi Scriptoribus dicuntur Epistloae generales, quae unô exemplô, paucis immutatis, ad diversos mittuntur. Anastasius in Hadriano, Apparem istius donationis per eundem Aetherium adscribi faciens. Ubi pro exemplo, seu uti dicimus,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • JUSTA Vestis — Gr. Δικαία ἐςθὴς, dicta est, quae sic ad conpus est apta, ut nec fluat, nec scrangnlet. Unde elugamer iustae runieae mensuram, quae nec longier aequo, nec iusto brevior esset, Iustitiam quadratum dixit Tertullian. de Pallio Ubi Iustitiam vocat… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Κενδρείσεια — και Κενδρείσια, τὰ και Κενδρείσαιαι, αἱ (Α) ονομασία εορτής και αγώνων στη Θράκη προς τιμήν τού Κενδρ(ε)ισού, δηλ. τού Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κενδρεισός + κατάλ. εια (πρβλ. Ακαδήμ εια, Πατρόκλ εια)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»