Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐξ+ἑκουσίας

  • 1 Intentionally

    adv.
    P. and V. ἑκουσίως, ἐκ προνοίας (Eur., H.F. 598), P. ἐκ παρασκευῆς, V. ἐξ ἑκουσίας; see Deliberately.
    Or use adj., P. and V. ἑκών; e.g., kill a person intentionally: P. and V. ἑκὼν ποκτείνειν (τινά).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Intentionally

  • 2 Purpose

    subs.
    P. and V. γνώμη, ἡ, ἀξίωμα, τό, βούλευμα, τό, ἔννοια, ἡ, ἐπνοια, ἡ, Ar. and P. δινοια, ἡ, V. φρόνησις, ἡ.
    Deliberate choice of action: P. προαίρεσις, ἡ.
    Make it one's purpose to: P. προαιρεῖσθαι (infin.).
    Keep to your present purpose: V. σῶζε τὸν παρόντα νοῦν (Æsch., P.V. 392).
    For this very purpose: P. and V. ἐπʼ αὐτὸ τοῦτο, P. εἰς αὐτὸ τοῦτο, αὐτοῦ τούτου ἕνεκα.
    A sickle made for the purpose: P. δρέπανον ἐπὶ τοῦτο εἰργασθέν (Plat., Rep. 353A).
    For what purpose? P. τοῦ ἕνεκα; P. and V. ἐπ τῷ; see Why.
    On purpose, deliberately: P. and V. ἐκ προνοίας (Eur., H.F. 598), P. ἐκ παρασκευῆς, Ar. and P. ἐπτηδες, ἐξεπτηδες; see also Intentionally.
    Voluntarily: P. and V. ἑκουσίως, V. ἐξ ἑκουσίας.
    Done on purpose, voluntary (of things): P. and V. ἑκούσιος.
    To good purpose: P. and V. εἰς καιρόν, V. πρὸς καιρόν.
    To no purpose: see in vain, under Vain.
    Without purpose, at random: P. and V. εἰκῆ.
    Vainly: P. and V. μτην, V. ματαίως.
    Not without purpose: V. οὐκ ἀφροντίστως.
    ——————
    v. trans. or absol.
    With infin., P. and V. βουλεύειν, ἐννοεῖν, νοεῖν, Ar. and P. διανοεῖσθαι, ἐπινοεῖν.
    Be about to: P. and V. μέλλειν (infin.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Purpose

  • 3 Voluntarily

    adv.
    P. and V. ἑκουσίως, V. ἐξ ἑκουσίας, ἑκουσίῳ τρόπῳ (Eur., Med. 751). or use adj. agreeing with subject, P. and V. ἑκών, αὐτεπάγγελτος, ἐθελοντής.
    Voluntarily I subjected myself to this charge: V. κἀγὼ ʼθελοντὴς τῷδʼ ὑπεζύγην πόνῳ (Soph., Aj. 24).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Voluntarily

См. также в других словарях:

  • ἑκουσίας — ἑκουσίᾱς , ἑκούσιος voluntary fem acc pl ἑκουσίᾱς , ἑκούσιος voluntary fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράλυση — (Ιατρ.). Oνομάζεται και πάρεση. Ο όρος π. σημαίνει την κατάλυση της εκούσιας ή ακούσιας (αντανακλαστικής ή αυτόματης) κινητικότητας, εξαιτίας της απώλειας της κινητικής λειτουργίας σε ένα οποιοδήποτε σημείο μεταξύ του φλοιού του εγκέφαλου και της …   Dictionary of Greek

  • ακράτεια — Ιατρικός όρος που σημαίνει την ακούσια απώλεια ούρων ή κοπράνων. Είναι συνήθως νευρογενής και εμφανίζεται, συχνά, στην παιδική ηλικία. * * * η (Α ἀκράτεια) αδυναμία αυτοσυγκράτησης, έλλειψη αυτοκυριαρχίας, εγκράτειας νεοελλ. φρ. «ακράτεια… …   Dictionary of Greek

  • αποθησαύριση — Το οικονομικό φαινόμενο της εκούσιας άρνησης εκείνου που έχει χρήμα να το χρησιμοποιήσει για καταναλωτικούς σκοπούς ή για επενδύσεις. Πολύ διαδεδομένη κάποτε, ειδικά στις λιγότερο εξελιγμένες κοινωνικές τάξεις, η α. τείνει σήμερα να περιοριστεί… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • επένδυση — Διαδικασία, κατά την οποία μέρος του εισοδήματος χρησιμοποιείται για την παραγωγική δραστηριότητα. Η ε. διαφέρει από την αποταμίευση γιατί ενώ αυτή βασίζεται στην απλή αποχή από την κατανάλωση ενός καθορισμένου αγαθού, η ε. συνεπάγεται και την… …   Dictionary of Greek

  • ημιπληγία — Πλήρης ομοιόμορφη παράλυση της μιας πλευράς του σώματος (σύστοιχο άνω και κάτω άκρο), που προκαλείται από συμπίεση της εγκεφαλικής ουσίας. Η συμπίεση αυτή μπορεί να οφείλεται σε εγκεφαλική αιμορραγία, θρόμβωση εγκεφαλικών αγγείων, σε όγκους, σε… …   Dictionary of Greek

  • κακό — (Φιλοσ.). Φιλοσοφική έννοια που έχει προσλάβει πάρα πολλές σημασίες, ακόμα και αναφορικά με το πλήθος των σημασιών που αποδίδονται στο αντίθετό του, το καλό. Σύμφωνα με τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, το κ., είναι στέρηση και έλλειψη, δεν… …   Dictionary of Greek

  • καταληψία — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση παρόμοια με ύπνωση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ασθενής δεν εμφανίζει εθελούσια κινητικότητα, ενώ τα διάφορα τμήματα του σώματός του μπορούν να λάβουν παθητικά θέσεις, οι οποίες, αν και παράδοξες και άβολες,… …   Dictionary of Greek

  • κληρονομητήριο — το [κληρονομώ] (αστ. δίκ.) το πιστοποιητικό τού δικαιώματος τού κληρονόμου, τού καταπιστευματοδόχου, τού κληροδόχου ή τού εκτελεστή διαθήκης το οποίο εκδίδει ο γραμματέας τού δικαστηρίου τής κληρονομίας μετά από σχετική απόφαση τού ομώνυμου… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνία — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»