Перевод: со всех языков на греческий

ἐνίοις

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • ἐνίοις — ἔνειμι sum pres opt act 2nd sg ἔνιοι some masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • AGRIONIA — festa erant apud Boestios, quae in honorem Bacchi quotannis celebrabantur. Varia autem Baccho cognomenta veteres tribuerunt; atque, ut omittam quae nihil ad institutum praesens faciunt, eorum duo sunt, benignitatis; Μειλίχιος i. e. Mitis, et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TESTACEA — in Aquatilibus, lepas, ostrea, conchae, cochleae; sicut crustata, cancer, pagurus, maia, locusta etc. Homini inserviunt, ad cibum, ut ostrea: ad ornatum, ut conchylia et murices, unde purpura; pinnae item, unde margaritae eruuntur: ad suffitum,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επαστράπτω — ἐπαστράπτω (Α) 1. αστράφτω πάνω σε κάτι ή απλώς αστράφτω («ἐνίοις ἐπήστραψε δεξιόν», Πλούτ., «σπινθῆρας ἐπαστράπτουσα», Νόνν.) 2. λάμπω …   Dictionary of Greek

  • μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… …   Dictionary of Greek

  • πίνος — ο, ΝΜΑ 1. (για ένδυμα ή για τρίχωμα ανθρώπων ή ζώων, κυρίως τών προβάτων) λιπώδης ακαθαρσία, λέρα, λίγδα 2. η οξείδωση τών χαλκών ανδριάντων, ο ιός που σχηματίζεται στα μέταλλα («ἐθαύμαζε δὲ τοῡ χαλκοῡ τὸ ἀνθηρόν, ὡς οὐ πίνῳ προσεοικός», Πλούτ.)… …   Dictionary of Greek

  • περιπέτεια — η, ΝΑ [περιπετής] 1. απροσδόκητο και παράδοξο συμβάν που ενέχει κινδύνους και συνεπάγεται συγκινήσεις ή ταλαιπωρίες 2. (στο αρχαίο ελληνικό δράμα) αιφνίδια αναστροφή τών περιστάσεων, γύρω από την οποία περιστρέφεται πλέον η πλοκή, όπως λ.χ. η… …   Dictionary of Greek

  • πιπαλίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ παρά τισι χαλκίς, παρὰ δὲ ἐνίοις σαύρα» …   Dictionary of Greek

  • συμπληρώνω — συμπληρῶ, όω, ΝΜΑ 1. καθιστώ πλήρες κάτι, προσθέτω ό,τι τού λείπει (α. «συμπληρώνω τα κενά» β. «ἕν τι τῶν συμπληρούντων τοῡτο», Πλωτίν. γ. «συμπεπληρωμένα πᾱσι τοῑς οἰκείοις μορίοις», Αριστοτ.) 2. ολοκληρώνω, αποτελειώνω («συμπληρώσας τὸν λόγον» …   Dictionary of Greek

  • τριαγμός — ο, ΝΑ, και τριασμός ΜΑ [τριάζω / τριάττω] νεοελλ. αγώνισμα σύνθετο από τρία αγωνίσματα μσν. αρχ. (κατά τον Αρποκρ.) «ἔγραψε δὲ (ο Ίων ο Χίος) καὶ φιλόσοφόν τι σύγγραμμα, τὸν Τριαγμὸν ἐπιγραφόμενον... ἐν ἐνίοις δὲ καὶ πληθυντικῶς ἐπιγράφεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»