Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐνυπάρχω

  • 1 скрыть

    скрою, скроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скрытый, βρ: скрыт, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κρύβω• καλύπτω, σκεπάζω•

    тучи -ли солнце τα σύννεφα έκρυψαν τον ήλιο•

    скрыть своё волнение κρύβω την ταραχή μου•

    скрыть свою радость κρύβω τη χαρά μου.

    2. κρατώ μυστικό (από κάποιον).
    3. εμπεριέχω• ενυπάρχω.
    κρύβομαι, σκεπάζομαι, καλύπτομαι•

    скрыть в кустах κρύβομαι στους θάμνους•

    преступник смог скрыть ο εγκληματίας μπόρεσε και κρύφτηκε.

    || εξαφανίζομαι, δραπετεύω•

    Наполеон -лся с острова Эльбы о Ναπολέων δραπέτευσε από το νησί Ελβα.

    || μτφ. παραμένω απαρατήρητος, καλυμμένος.

    Большой русско-греческий словарь > скрыть

  • 2 содержать

    ρ.δ.μ.
    1. συντηρώ, διατρέφω•

    семью συντηρώ την οικογένεια.

    || εξασφαλίζω με μέσα.
    2. παλ. διατηρώ, έχω στην κατοχή μου•

    содержать трактир διατηρώ ταβέρνα.

    3. παλ. • περιποιούμαι, εξυπηρετώ.
    4. κρατώ, τρέφω•

    кроликов τρέφω κουνέλια.

    || διατηρώ σε μια ορισμένη κατάσταση,
    5. περιορίζω την ελευθερία•

    содержать под арестом έχω υπο κράτηση•

    содержать в тюрьмах κρατώ στις φυλακές.

    6. περιέχω•

    овощи -ат витамины τα λαχανικά περιέχουν βιταμίνες.

    1. συντηρούμαι, ζω.
    2. κρατιέμαι, τηρούμαι•

    всё дело -ится в секрете ή в тайне όλη η υπόθεση τηρείται μυστική.

    3. εξασφαλίζομαι με τα απαραίτητα.
    4. χωρώ•

    в конюшне -атся до 30 лошадей στο σταύλο κρατιούναι περί τα 30 άλογα.

    5. είμαι κρατούμενος•

    содержать в тюрьме κρατούμαι στη φυλακή.

    6. περιέχομαι, ενυπάρχω•

    в овощах -атся витамины τα λάχανα έχουν βιταμίνες.

    Большой русско-греческий словарь > содержать

См. также в других словарях:

  • ενυπάρχω — βλ. πίν. 223 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ενυπάρχω — (AM ἐνυπάρχω) 1. υπάρχω κάπου, υπάρχω μέσα σε κάτι 2. είμαι έμφυτος, συμφυής αρχ. μσν. 1. βρίσκομαι σε μια κατάσταση 2. (γ πρόσ.) ἐνυπάρχει υπάρχει κάτι μέσα σε κάποιον 3. υπάρχω πραγματικά 4. περιβάλλομαι αρχ. (λογ.) περιλαμβάνομαι, περιέχομαι …   Dictionary of Greek

  • υπένειμι — Α ενυπάρχω κάτω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἔνειμι «ενυπάρχω»] …   Dictionary of Greek

  • εμπεριέχω — (AM ἐμπεριέχω) περικλείω, περιλαμβάνω μέσ. ενυπάρχω, υφίσταμαι …   Dictionary of Greek

  • εμπολιτεύω — ἐμπολιτεύω (AM) 1. είμαι πολίτης, αποκτώ κάπου πολιτικά δικαιώματα 2. παθ. γίνομαι δεκτός ως πολίτης 3. μτφ. μέσ. εγκατοικώ, ενυπάρχω, επικρατώ, υφίσταμαι μόνιμα («ἀφροσύνη ένεπολίτευσε τῷ ἔθνει», Ιώσηπ.) 4. συζητώ για πολιτικά 5. (αμτβ.) εισάγω …   Dictionary of Greek

  • ενιζάνω — ἐνιζάνω (AM) [ιζάνω] 1. κάθομαι μέσα σε κάτι, καθίζω κάπου («τὸ μὴ ἐφάπτεσθαι αὐτοῡ μηδ ἐνιζάνειν μυίας» να μην τό αγγίζουν ούτε να κάθονται πάνω του μύγες, Τζέτζ.) 2. μτφ. (για την ψυχή, τη διάνοια κ.λπ.) εγκαθίσταμαι, ενοικώ, ενυπάρχω 3. και το …   Dictionary of Greek

  • ενυπόκειμαι — ἐνυπόκειμαι (Α) ενυπάρχω, υπόκειμαι, βρίσκομαι μέσα σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • επιγίγνομαι — ἐπιγίγνομαι και ἐπιγίνομαι (AM) [γίγνομαι] 1. γεννιέμαι μετά από κάποιον άλλο («oἱ επιγενόμενοι τούτῳ σοφισταί» «οὐ γὰρ ἀΐδιός ἐστιν, ἀλλ ὕστερον ἐπιγέγονεν») 2. γίνομαι μετά από κάποιον ή κάτι («οὔπω πατὴρ ἦν, ὕστερον δ ἐπεγένετο πατήρ») 3.… …   Dictionary of Greek

  • περίκειμαι — ΝΑ [κείμαι] είμαι τοποθετημένος γύρω από κάτι, περιβάλλω κάτι από παντού, βρίσκομαι γύρω από κάτι αρχ. 1. φέρω κάτι γύρω στο σώμα μου, ντύνομαι, φορώ 2. μτφ. ενυπάρχω σε κάτι, έχω προσαφθεί σε κάτι 3. (η μτχ. εν. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ… …   Dictionary of Greek

  • προεγκάθημαι — Α ενυπάρχω εκ τών προτέρων («οἱ διὰ τὰς προεγκαθημένας αὐτοῑς ὁρμὰς ὀλιγωροῡντες τοῡ καθήκοντος», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγκάθημαι «ενεδρεύω, ελλοχεύω»] …   Dictionary of Greek

  • συνένειμι — Α ενυπάρχω μαζί με κάποιον ή με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔνειμι «βρίσκομαι μέσα σε κάτι»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»