Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

ἐντεριώνῃ

  • 1 pith

    [piƟ]
    1) (the white substance between the peel of an orange, lemon etc and the fruit itself.) ψίχα(πορτοκαλιού κλπ.)
    2) (the soft substance in the centre of the stems of plants.) εντεριώνη,ψίχα
    3) (the most important part of anything: the pith of the argument.) ουσία

    English-Greek dictionary > pith

См. также в других словарях:

  • ἐντεριώνη — inmost part fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντεριώνῃ — ἐντεριώνη inmost part fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντεριώνη — Το εσωτερικό του βλαστού ή της ρίζας. Αποτελεί τον ιστό που περικλείεται από τον κεντρικό κύλινδρο (αγωγός ιστός) στον βλαστό και σπάνια στη ρίζα των κωνοφόρων και δικοτυλήδονων φυτών. Πρόκειται για παρεγχυματικό ιστό από πολυεδρικά κύτταρα μέσα… …   Dictionary of Greek

  • εντεριώνη — η (βοτ.), ιστός που βρίσκεται στο κέντρο των ριζών και των νεαρών βλαστών, η καρδιά, η ψίχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντεριώναις — ἐντεριώνη inmost part fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντεριώνην — ἐντεριώνη inmost part fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντεριώνης — ἐντεριώνη inmost part fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντεριώνιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εντεριώνη 2. φρ. «εντεριώνιες ακτίνες» ελάσματα κυτταρικού ιστού τα οποία στα δικοτυλήδονα φυτά συνδέουν την εντεριώνη με τον φλοιό …   Dictionary of Greek

  • ἐντεριώνας — ἐντεριώνᾱς , ἐντεριώνη inmost part fem acc pl ἐντεριώνᾱς , ἐντεριώνη inmost part fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MEDIALE — in arboribus proprie a medulla distinguitur; mediale quippe etiam habent, quae medullâ carent. Sic sambucus plurimam habet medullam, cornus non habet; in corno tamen mediale inest, estque durissimum arboris, Graece τὸ μέσον τοῦ ξύλου, τὸ μέλαν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ROBUR — I. ROBUR Ammian munimentum in suburbio Basileae: Rotthauss, Simlero. Sic autem castrum vocatum est a Valentiniano Aug. contra Alamannos, aedificatum. Quod in loco fuisse Urbis Basileae, ubi nunc summum Templum, contendit Chr. Urstisius in Epit.… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»