Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐναίσιμος

  • 1 диссертация

    диссертац||ия
    ж ἡ ἐναίσιμη [-ος] διατριβή, ἡ πραγματεία:
    кандидатская \диссертация ἡ (έναίσιμος) διατριβή δοκίμου διδάκτορος· докторская \диссертация ἡ ἐναίσιμος διατριβή ἐπί διδακτορία.

    Русско-новогреческий словарь > диссертация

  • 2 докторский

    доктор||ский
    прил διδακτορικός:
    \докторскийская диссертация ἡ ἐναίσιμος διατριβή ἐπί διδακτορία· \докторскийская степень ὁ τίτλος (или ὁ βαθμός) διδάκτορος· получить \докторскийскую степень ἀναγορεύομαι δι-δάκτωρ[ας].

    Русско-новогреческий словарь > докторский

  • 3 соискание

    соиска||ние
    с ἡ διεκδίκηση [-ις]:
    диссертация на \соискание ученой степени доктора иау́к ἐναίσιμος ἐπί διδακτορία διατριβή· выдвинуть на \соискание премии προτείνω ὑποψηφιότητα γιά τό βραβείο.

    Русско-новогреческий словарь > соискание

См. также в других словарях:

  • ἐναίσιμος — ominous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εναίσιμος — η, ο (Α ἐναίσιμος, ον) νεοελλ. «εναίσιμος επί διδακτορίᾳ διατριβή» πρωτότυπη μελέτη που υποβάλλουν πτυχιούχοι πανεπιστημίου για να αναγορευθούν διδάκτορες αρχ. 1. αυτός που προαναγγέλλει το μέλλον («ἐναίσιμα σήματα», Ομ. Ιλ.) 2. αίσιος, ευμενής,… …   Dictionary of Greek

  • εναίσιμος — η, ο 1. που αρμόζει, που πρέπει, κατάλληλος. 2. φρ., «εναίσιμη διατριβή», βλ. διατριβή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐναισίμως — ἐναίσιμος ominous adverbial ἐναίσιμος ominous masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναίσιμον — ἐναίσιμος ominous masc/fem acc sg ἐναίσιμος ominous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναισίμοις — ἐναίσιμος ominous masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναισίμους — ἐναίσιμος ominous masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναισίμῳ — ἐναίσιμος ominous masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναίσιμα — ἐναίσιμος ominous neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναίσιμοι — ἐναίσιμος ominous masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»