-
1 вульгарность
вульгарн||остьж ἡ χυδαιότητα, ἡ προσ-τυχιά. -
2 неспособностьый
неспособность||ыйприл ἀνίκανος, ἀδέξιος:\неспособностьыйый ученик ὁ ἀνίκανος μαθητής· \неспособностьыйый к музыке ὁ ἄμουσος· он не способен на такую низость δέν εἶναι Ικανός γιά τέτοια προσ-τυχιά.
См. также в других словарях:
παντυχία — ἡ, Α καλή τύχη σε όλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τυχία (< τυχής < τύχη), πρβλ. δυσ τυχία] … Dictionary of Greek
ευτυχιάρης — εὐτυχιάρης, ὁ (Μ) καλότυχος, ευτυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ τυχία + άρης] … Dictionary of Greek