Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐν+αἰτίᾳ+εἶναι

  • 1 крыться

    крыть||ся
    (таиться):
    здесь что-то кроется ἐδῶ κάτι κρύβεται, κάποιο λακκο Εχει ἡ φάβα· причина кроется в том, что... ἡ αἰτία εἶναι...

    Русско-новогреческий словарь > крыться

  • 2 являться

    явля||ться
    несов
    1. φθάνω, Ερχομαι / ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (по приказанию):
    \являться в суд προσέρχομαι στό δικαστήριο· \являться в назначенный час παρουσιάζομαι στήν καθορισμένη ὠρα· \являться вовремя ἐρχομαι στήν (δρα μου· \являться кстати Ερχομαι στήν κατάλληλη στιγμή· \являться за чем-либо ἐρχομαι γιά κάτι· \являться в театр φτάνω στό θέατρο·
    2. (появляться, возникать) ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι·
    3. (оказываться, становиться) είμαι:
    \являться причиной εἶναι αἰτία (τοῦ δτι)· для меня это \являтьсяет-ся полнейшей неожиданностью αὐτό γιά μένα εἶναι ἐντελώς ἀπροσδόκητο· он \являтьсяется директором εἶναι διευθυντής· \являтьсяться авторитетом εἶμαι αὐθεντία·
    4. (быть) είμαι, γίνομαι, ἀποτελώ:
    \являться образцом ἀποτελῶ ὑπόδειγμα· этот факт \являтьсяет-ся доказательством того́, что... αὐτό τό γεγονός ἀποτελεί ἀπόδειξη τοῦ ὅτι...· \являться средством εἶναι μέσον.

    Русско-новогреческий словарь > являться

  • 3 здорово

    здо/ рово 1
    επίρ. (απλ.)
    1. πολύ• γερά, δυνατά•

    они вчера здорово выпили αυτοί χτες ήπιαν πολύ•

    мы здорово проголодали εμείς πεινάσαμε πολύ.

    2. καλά, έντεχνα• επιτήδεια•

    здорово сделано είναι καλοφτιαγμένο.

    здоро/во 2
    επίφ. (απλ.) γεια σου (σας)•

    здорово земляк γεια σου πατριώτη•

    здорово ребята γεια σας παιδιά.

    εκφρ.
    здорово жившь (живте)! – (απλ.) γεια σου (σας)! (за) здорово жившь (απλ.) χωρίς καμιά αιτία, χωρίς τίποτε, στα καλά καθούμενα.
    здоро/во 3
    επίρ.
    υγιώς. || ως κατηγ. είναι καλό για την υγεία•

    это для вас здорово αυτό είναι ωφέλιμο για την υγεία σας•

    детям здорово спать на воздух για τα παιδιά είναι καλό το να. κοιμούνται στο ύπαιθρο.

    Большой русско-греческий словарь > здорово

  • 4 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 5 из

    κ. изо πρόθεση
    από, εκ• σημαίνει:
    1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•

    выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•

    приехать из города έρχομαι από την πόλη•

    извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•

    поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•

    вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή•

    выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•

    изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.

    2. προέλευση, πηγή•

    знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•

    цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•

    из достоверных источников από έγκυρες πηγές•

    человек из Парижа παριζάνος.

    || καταγωγή•

    из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•

    он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.

    || (δια)χωρνσμό•

    некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•

    один из них ένας απ αυτούς•

    младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.

    3. πολλαπλότητα σύνθεση•

    букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•

    комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•

    стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.

    4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•

    ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•

    брошка из золота χρυσή καρφίτσα•

    кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•

    варенье из вишен γλυκό από βύσινα•

    мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.

    5. διά, με•

    изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.

    6. ανάπτυξη•

    из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•

    из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•

    из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.

    7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•

    из зависти από ζήλεια•

    убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•

    из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•

    много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•

    из уважения από σεβασμό.

    || παλ. στον, στην, στό•

    он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.

    || μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•

    из года в год από χρόνο σε χρόνο•

    изо дня в день από μέρα σε μέρα•

    из края в край από άκρη σε άκρη•

    из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•

    из рук в руки από χέρι σε χέρι•

    из угла в угол από γωνία σε γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > из

  • 6 оттого

    επίρ.
    γι αυτό (το λόγο), γι αυτή την αιτία, απ αυτό επειδή, γιατί•

    он болен, оттого он не пришёл αυτός είναι άρρωστος, γι αυτό δεν ήρθε•

    он не пришёл оттого, что он болен αυτός δεν ήρθε, γιατί είναι άρρωστος•

    не ем оттого, что не хочу δεν τρώγω, γιατί δε θέλω.

    Большой русско-греческий словарь > оттого

  • 7 видимый

    ви́дим||ый
    прил
    1. (доступный зрению) ὁρατός:
    \видимыйый мир ὁ ὀρατός κόσμος·
    2. (заметный, явный) ἐμφανής, ἐκδηλος, φανερός, προφανής, καταφανής:
    без всякой \видимыйой причины χωρίς καμιά φανερή αἰτία·
    3. (кажущийся) φαινομενικός, ἐπιφανειακός:
    несмотря на \видимыйую незначительность... ἄν καί φαίνεται τάχα δτι εἶναι ἀσήμαντο...

    Русско-новогреческий словарь > видимый

  • 8 вина

    вин||а
    ж
    1. τό σφάλμα, τό φταίξιμο, ἡ ὑπαιτιότητα, ἡ ἐνοχή:
    ставить кому́-л. в \винау́ θεωρώ κάποιον ὑπαίτιο (или ὑπεύθυνο, ἐνοχο) γιά κάτι· сваливать \винау́ на кого́-либо ρίχνω τό σφάλμα σέ κάποιον· отрицать свою \винау ἀρνοῦμαι τήν ἐνοχή μου (или τό σφάλμα μου)· признавать свой \винау́ ἀναγνωρίζω (или ὁμολογώ) τήν ἐνοχή μου (или τό σφάλμα μου)· это не по моей \винае γι· αὐτό δέν φταίω ἐγώ, δέν εἶναι σφάλμα μου·
    2. (причина, источник) ἡ αίτία, τό ἀΐτιο[ν], ἡ ἀφορμή.

    Русско-новогреческий словарь > вина

  • 9 ни

    ни I
    1. союз (при перечислении однородных членов) οὔτε, μήτε:
    ни он ни я μήτε ὁ ἔνας μήτε ὁ ἀλλος· ни так ни сяк ὁὔτε ίτσι, ὁὔτε ἀλλοιῶς· ни тот ни другой ὁὔτε ὁ ἔνας ὁὔτε ὁ ἄλλος· ◊ ни то ни се ὁὔτε κρύο ὁὔτε ζεστό· ни за что ни про что χωρίς καμιά αἰτία, στά καλά καθούμενα·
    2. частица усил. в отрицательных предложениях ὁὔτε:
    он не пропустил ни одного́ урока δέν παρέλειψε ὁὔτε ἕνα μάθημα· там не было ни души́ ἐκεῖ δέν ὑπήρχε ὁὔτε ψυχή· ни один человек не поду́мает этого κανενός δέν θά τοῦ πέρνοῦσε ἀπ· τό μυαλό· ни под каким видом μέ κανένα τρόπο·
    3. частица (после местоимений и наречий перед глаголом переводится неопределенным местоимением или идиоматическим выражением):
    как я ни кричал δσο[ν] καί ἄν φώναζα· во что́ бы то ни стало μέ κάθε τρόπο, δίχως ἀλλο, σώνει καί καλά· кто бы то ни́ был ὀποιος καί ἄν εἶναι, ὁποιοσδήποτε· как бы то ни́ было ὁπωσδήποτε· ◊ ни-ни́! разг ὁὔτε κουβέντα, ὁὔτε τό παραμικρό· об этом ни-ни! γιά τό ζήτημα αὐτό ὁὔτε κουβέντα, μήτε τσιμουδιά.
    ни II
    (отделяемая часть местоим. всегда без ударения):
    ни с кем μέ κανένα· ни к кому́ σέ κανένα· ни у кого́ не хватило смелости κανείς δέν είχε τό θάρρος· ни у кого́ нельзя· было добиться ответа δέν μποροῦσε νά πάρει ἀπάντηση ἀπό κανένα· ни у кого не нашлось... κανείς δέν είχε...· ◊ ни за что́ μέ κανένα τρόπο, οὐδέποτε· ни за что на свете μέ κανένα τρόπο, καί χρυσό νά μέ κάνεις· ни в коем слу́чае σέ κομμιά περίπτωση· мне это ни к чему́ αὐτό δέν μ' ἐνδιαφέρει, δέν μοῦ λέει τίποτε.

    Русско-новогреческий словарь > ни

  • 10 без

    κ. безо πρόθεση με γεν.
    1. χωρίς, δίχως, άνευ•

    без денег χωρίς χρήματα•

    без работы χωρίς δουλιά (άνεργος)•

    без потерь χωρίς απώλειες•

    без ответа χωρίς απάντηση (αναπάντητος)•

    без исключения χωρίς εξαίρεση (ανεξαίρετα)•

    без сомнения χωρίς αμφιβολία (αναμφίβολα)•

    без причины χωρίς αιτία (αναίτια)•

    вести χωρίς είδηση.

    2. παρά•

    без четверти час η ώρα είναι μια παρά τέταρτο.

    || κοντά, σχεδόν, περίπου•

    служил в армии без малого четыре года υπηρέτησα στο στρατό περίπου (ούτε πολύ ούτε λίγο) τέσσερα χρόνια•

    не без того υπάρχει δόση αλήθειας.

    Большой русско-греческий словарь > без

  • 11 вина

    -ы, πλθ. вины θ.
    1. σφάλμα, φταίξιμο, λάθος•

    загладить –у επανορθώνω το σφάλμα•

    простить -у συγχωρώ το λάθος•

    признать свою -у παραδέχομαι το λάθος μου•

    эта вина моя вина αυτό είναι δικό μου λάθος, εγώ φταίω γι αυτό.

    || ενοχή•

    отрицать свою -у αρνούμαι την ενοχή μου ή το σφάλμα μου.

    2. αιτία, υπαιτιότητα•

    по своей -е εξ αιτίας μου• από λάθος μου.

    εκφρ.
    по -е – λόγω, ένεκχ, εξ αιτίας•
    по -е непогоды – λόγω της κακοκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > вина

  • 12 источник

    α.
    1. πηγή•

    источник воды πηγή νερού•

    нефтяной источник πετρελαιοπηγή•

    горячий θερμοπηγή•

    серный источник θειοπηγή.

    2. αιτία, αρχή ενός πράγματος•

    источник тепла πηγή θερμότητας•

    -и сырьй πηγές πρώτων υλών•

    груд источник благосостояния η δουλειά είναι πηγή ευημερίας•

    неиссякаемый источник αστείρευτη πηγή.

    3. γραπτά μνημεία, έγγραφα (για επιστημ. μελέτες)•

    обращайтесь к -ам ανατρέχετε στις πηγές•

    ссылка на -и παραπομπή στις πηγές.

    Большой русско-греческий словарь > источник

  • 13 начало

    α.
    1. αρχή•

    начало пути αρχή του δρόμου•

    начало и конец αρχή και τέλος•

    брать начало αρχίζω.

    2. έναρξη, ξεκίνημα•

    начало учебного года αρχή της εκπαιδευτικής χρονιάς•

    в начале поприща στην αρχή της σταδιοδρομίας•

    начало спектакля έναρξη θεάματος.

    3. βάση, θεμελιώδης αρχή•

    социалистическое начало η αρχή του σοσιαλισμού•

    коммунистическое начало η αρχή του κομμουνισμού•

    начало равенства αρχή της ισότητας•

    на коллективных -ах σε κολλεχτιβίστικες αρχές.

    4. πλθ. -а τα πρώτα στοχεία, οι βάσεις, θεμελιώδεις αρχές•

    -а химии θεμελιώδεις αρχές της χημείας.

    5. αιτία•

    праздность -всех зол αργία μήτηρ πάσης κακίας.

    6. παλ. κανόνας, επιστημονικός νόμος, αρχή•

    первое - Ньютона η πρώτη αρχή του Νεύτωνα.

    εκφρ.
    в симом -е – στην αρχή-αρχή, αρχικά•
    с самого -а – στην αρχή, ευθύς εξ αρχής•
    с -а пятого, – αμέσως μετά τις τέσσερις η ώρα•
    доброе начало – половина делаπαρμ. η αρχή είναι το ήμισυ παντός•
    под -ом – υπο τις διαταγές•
    по -у – από την αρχή, εξ αρχής.

    Большой русско-греческий словарь > начало

  • 14 основание

    ουδ.
    1. θεμελίωση, Ιδρυση•

    основание города η ίδρυση της πόλης•

    год -я института έτος Ιδρυσης του ινστιτούτου.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) θεμέλιο, βάθρο• υποδομή•

    основание дома το θεμέλιο του σπιτιού•

    экономическое основание οικονομική βάση•

    правосудие есть основание всякой власти η δικαιοσύνη είναι η βάση κάθε εξ ουσ. ίας.

    3. λόγος, αιτία• στήριγμα•

    говорю это не без -я λέγω αυτό όχι αβάσιμα•

    на этом -и σαυτή τη βάση•

    на каком -и? σε ποια βάση;•

    иметь основание предполагать έχω λόγο να υποθέτω•

    он ревнует без -я αυτός ζηλεύει αδικαιολόγητα.

    4. (μαθ., χημ.) βάση•

    основание треугольника η βάση του τριγώνου.

    εκφρ.
    до -я – μέχρι θεμέλια•
    разрушить до -я – καταστρέφω εκ θεμελίων•
    на -и – με βάση•
    на -и закона – με βάση το νόμο.

    Большой русско-греческий словарь > основание

  • 15 радость

    θ.
    χαρά• χαρμόσυνη• ευφροσύνη•

    большая радость μεγάλη χαρά• αγαλλίαση•

    он вне себя от радости είναι έξαλλος από χαρά•

    прыгать от -и πηδώ από χαρά•

    какая -! τι χαρά!•

    шы радость моя радость είσαι η χαρά μου.

    εκφρ.
    на -ях – στις χαρές (για χαρμόσυνο γεγονός, είδηση κ.τ.τ.)• с какой -и? (απλ.) γιατί; για ποια αιτία;•
    не в радость – είμαι άχαρος•
    жизнь была не в радость – η ζωή ήταν άχαρη.

    Большой русско-греческий словарь > радость

  • 16 собака

    θ.
    σκύλος, -ί• σκύλα•

    охотничья собака κυνηγετικό σκυλί, κυνηγόσκυλο•

    сторожевая το μαντρόσκυλο•

    ездовые -и σκύλοι έλασης.

    || (υβρισ. λ.) σκυλί, σκυλιά, σκύλα (για σκληρούς ανθρώπους). || σπουδαίος εκτελεστής•

    ах собака, что делает! (απλ.) αχ, το σκυλί, τι (σπουδαία) πράγματα κάνει!

    εκφρ.
    как собака – σαν το σκυλί: измучился он как собака τυραννί-στηκε αυτός σαν το σκυλί•
    - у съесть – είμαι πολύπειρος, ξεσκολισμένος• τρώγω (έφαγα) τα μουστάκια μου•
    вот где собака зарыта – να που είναι ο λάκκος της φάβας (η ουσία ή αιτία)•
    с -ами не сыщешь кого – ούτε τα σκυλιά δε μπορούν να τον βρουν (αδύνατο να τον ανακαλύψεις).

    Большой русско-греческий словарь > собака

  • 17 Cause

    subs.
    P. and V. αἰτία, ἡ, Ar. and P. αἴτιον, τό.
    Occasion: P. and V. φορμή, ἡ.
    First cause, origin: P. and V. ἀρχή, ἡ.
    Cause at law: P. and V. γών, ὁ, δκη, ἡ.
    Source, root: P. and V. πηγή, ἡ, ῥίζα, ἡ.
    The cause of: use adj., P. and V. αἴτιος (gen.).
    Of these things I am the cause: V. τῶνδʼ ἐγὼ παραίτιος (Æsch., frag.).
    Joint cause of: use adj.: P. and V. συναίτιος (gen.).
    From what cause: V. ἐκ τνος λόγου; see Why.
    The common cause: P. and V. τὸ κοινόν.
    Make common cause with, v.: P. κοινολογεῖσθαι (dat.), κοινῷ λόγῳ χρῆσθαι πρός (acc.).
    Making common cause with your father: V. κοινόφρων πατρί (Eur., Ion, 577).
    Her cause is in the hands of her parents and friends: V. τῇ δʼ ἐν γονεῦσι καὶ φίλοις τὰ πράγματα (Eur., And. 676).
    If the cause of the Medes should prevail: P. εἰ τὰ τοῦ Μήδου κρατήσειε (Thuc. 3, 62).
    Ruin one's cause: P. ἀπολλύναι τὰ πράγματα (Thuc. 8, 75).
    ——————
    v. trans.
    Be cause of: P. and V. αἴτιος εἶναι (gen.).
    Produce: P. and V. γεννᾶν, τίκτειν (Plat.), ποιεῖν, V. φυτεύειν, τεύχειν, P. ἀπεργάζεσθαι; see also Contrive.
    Cause to do a thing: P. and V. ποιεῖν (acc. and infin.).
    Cause a thing to be done: P. ἐπιμέλεσθαι ὅπως τι γενήσεται.
    Start, set in motion: P. and V. κινεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cause

См. также в других словарях:

  • αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… …   Dictionary of Greek

  • απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… …   Dictionary of Greek

  • σοκ — Παθητική απάντηση του οργανισμού σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις η οποία εκδηλώνεται με σοβαρή διαταραχή της περιφερειακής κυκλοφορίας, που προκαλεί μεγάλη κατάπτωση όλων των ζωικών ικανοτήτων. Τα αίτια είναι πολλαπλά. Στην πρώτη θέση είναι… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας …   Dictionary of Greek

  • ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • ήμερα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • εντερίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του εντέρου. Ονομάζεται και εντεροκολίτιδα. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο όρος ε. χρησιμοποιείται μόνο για τη φλεγμονή του λεπτού εντέρου και διακρίνεται από την κολίτιδα. Όταν προσβάλλεται μαζί και το στομάχι αποκαλείται… …   Dictionary of Greek

  • ισχαιμία — Μείωση της τροφοδοσίας ενός οργάνου ή ιστού με αίμα, λόγω μηχανικής απόφραξης ή λειτουργικής αγγειοσύσπασης του αρτηριακού αγγείου που είναι υπεύθυνο για την αιμάτωση της περιοχής. Ισχαιμικά επεισόδια αναφέρονται συνηθέστερα στο μυοκάρδιο ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»