Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

ἐμπορία

  • 1 Commerce

    subs.
    Ar. and P. ἐμπορία, ἡ.
    Money-making: P. χρηματισμός, ὁ.
    Engage in commerce: P. ἐμπορεύεσθαι.
    Make money: P. χρηματίζεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Commerce

  • 2 Trade

    subs.
    Ar. and P. ἐμπορία, ἡ, P. ἐργασία, ἡ.
    Money making: P. χρηματισμός, ὁ.
    Exchange: P. ἀλλαγή, ἡ; see Exchange.
    Business: P. ἐργασία, ἡ, πραγματεία, ἡ, ἀσχολία, ἡ, ἐπιτήδευμα, τό.
    Handicraft: Ar. and P. χειρουργία, ἡ, P. and V. τέχνη, ἡ, V. χειρωναξία, ἡ.
    Being engaged in trade by sea: P. ἐπὶ τῆς ἐργασίας ὢν τῆς κατὰ θάλασσαν (Dem. 893).
    Be engaged in trade by sea: P. κατὰ θάλασσαν ἐργάζεσθαι (Dem. 1297).
    Ply a petty trade, v.: P. and V. καπηλεύειν.
    Of trade, adj.: Ar. and P. ἐμπορικός.
    ——————
    v. intrans.
    P. ἐμπορεύεσθαι, ἐργάζεσθαι.
    Make money: P. χρηματίζεσθαι.
    Trade in a small way: P. and V. καπηλεύειν.
    Trade in: Ar. and V. ἐμπολᾶν (acc.), διεμπολᾶν (acc.), πεμπολᾶν (acc.).
    Buy: P. and V. ὠνεῖσθαι, Ar. and P. γοράζειν; see Buy.
    Sell: Ar. and P. πωλεῖν; see Sell.
    Trade upon, put to use, met.: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    Take advantage of: P. and V. πολαύειν (gen.).
    Trade with: Ar. γοράζειν πρός (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Trade

  • 3 Traffic

    subs.
    Trade: Ar. and P. ἐμπορία, ἡ.
    Crowd, press: P. and V. ὄχλος, ὁ.
    ——————
    v. intrans.
    P. ἐρπορεύεσθαι, ἐργάζεσθαι.
    Traffic for gain: V. ἐξεμπολᾶν κέρδος (Soph., Phil. 303).
    Traffic in: Ar. and V. ἐμπολᾶν (acc.), διεμπολᾶν (acc.), πεμπολᾶν (acc.), V. ὁδᾶν (acc.) (Eur., Cycl.), ἐξοδᾶν (acc.) (Eur., Cycl.).
    Traffic with, trade with: Ar. γοράζειν πρός (acc.).
    met., intrigue with: P. and V. πράσσειν εἰς (acc.) or πρός (acc.); see Intrigue.
    Long have I been bought and trafficked in: V. ἐξημπόλημαι κἀκπεφόρτισμαι πάλαι (Soph., Ant. 1036).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Traffic

  • 4 Wholesale dealing

    subs.
    Ar. and P. ἐμπορία, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wholesale dealing

См. также в других словарях:

  • ἐμπορία — ἐμπορίᾱ , ἐμπορία commerce fem nom/voc/acc dual ἐμπορίᾱ , ἐμπορία commerce fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπόρια — trading station neut nom/voc/acc pl ἐμπόριον trading station neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπορίᾳ — ἐμπορίαι , ἐμπορία commerce fem nom/voc pl ἐμπορίᾱͅ , ἐμπορία commerce fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπορία — η (Α εμπορία και ιων. τ. έμπορίη) 1. εμπόριο (ιδίως μέσω τής θάλασσας), συναλλαγές, δοσοληψίες 2. η άσκηση τού εμπορικού επαγγέλματος, η τέχνη ή η εργασία τού εμπόρου αρχ. 1. εντολή, παραγγελία εμπορική 2. εμπόρευμα, πραμάτεια 3. στον πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • εμπορία — η 1. το εμπόριο. 2. το επάγγελμα και η τέχνη του εμπόρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμπορίας — ἐμπορίᾱς , ἐμπορία commerce fem acc pl ἐμπορίᾱς , ἐμπορία commerce fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀμπόρι' — ἐμπόρια , ἐμπόρια trading station neut nom/voc/acc pl ἐμπόρια , ἐμπόριον trading station neut nom/voc/acc pl ἐμπόριε , ἐμπόριος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀμπόρια — ἐμπόρια , ἐμπόρια trading station neut nom/voc/acc pl ἐμπόρια , ἐμπόριον trading station neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπορίαι — ἐμπορία commerce fem nom/voc pl ἐμπορίᾱͅ , ἐμπορία commerce fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπορίαν — ἐμπορίᾱν , ἐμπορία commerce fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματεμπορία — Εμπορία του σώματος του ανθρώπου. Αγορά και πώληση ανθρώπων. Εκμετάλλευση γυναίκας ή και παιδιών. Με πρωτοβουλία της Γαλλίας έγινε τον Ιούλιο του 1902 διεθνής διάσκεψη στο Παρίσι, που σύνταξε το κείμενο σύμβασης για την καταδίωξη της σ. των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»